Αύξηση του αγοραστικού ενδιαφέροντος από ξένους επενδυτές ακινήτων για την ελληνική αγορά κατοικίας, καταγράφει έρευνα της Astons, βρετανικής εταιρείας επενδυτικής μετανάστευσης. Η άνοδος αυτή καταγράφεται στις αναζητήσεις ακινήτων μέσω Διαδικτύου, ιδίως μετά την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με την οποία απαγορεύτηκε στην Μάλτα να εκδίδει διαβατήρια, μέσω του προγράμματος “Χρυσή Βίζα”.
Το “κόψιμο” της αγοράς της Μάλτας φαίνεται πως λειτούργησε υπέρ του ελληνικού προγράμματος, αλλά και των αντίστοιχων στην Πορτογαλία (που όμως εστιάζει σε άλλες μορφές επενδύσεων και όχι σε ακίνητα) και την Κύπρο, η οποία όμως ακόμα δεν είναι μέλος της ζώνης Σένγκεν, κάτι που περιορίζει την ανταγωνιστικότητα του προγράμματός της.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την ανάλυση της Astons, η Ελλάδα αποτελεί μία από τις βασικότερες επιλογές για τους ξένους επενδυτές, ακόμα και μετά την αύξηση του ελάχιστου ύψους επένδυσης στις 800.000 ευρώ για την Αττική, τη Θεσσαλονίκη και τα νησιά με ελάχιστο μόνιμο πληθυσμό 3.100 κατοίκων (και 400.000 ευρώ σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας).
Ασφαλώς, μέχρι να μετουσιωθεί σε νέα εισροή αγοραστών το ενδιαφέρον αυτό, οι ροές κεφαλαίων θα καταγράψουν πτώση. Ήδη αυτή είναι εμφανής, καθώς κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο καταγράφηκε πτώση κατά 31,4% σε 356,8 εκατ. ευρώ, από 520 εκατ. ευρώ.
Έτσι, αν και οι αριθμοί του προγράμματος δεν πρόκειται να είναι αντίστοιχοι της διετίας 2023-2024, που άλλωστε ήταν και μια είδους στρέβλωση, λόγω της τεχνητής ζήτησης που προκλήθηκε ακριβώς λόγω των συνεχών αλλαγών, είναι εμφανές ότι η ελληνική αγορά θα συνεχίσει να προσελκύει επενδυτές από το εξωτερικό. Προς την κατεύθυνση αυτή, όλο και πιο σημαντικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσουν τα κίνητρα που παρέχονται μέσω των προγραμμάτων για τους non-dom πολίτες, αλλά και τους συνταξιούχους από χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης.
Ήδη, το πρόγραμμα για τους non-dom, δηλαδή εύπορους ιδιώτες, που επιλέγουν την Ελλάδα για την εγκατάσταση της φορολογικής τους έδρας, αποκτά σημαντική ώθηση. Σύμφωνα με την Astons, “για τους επαγγελματίες που ενδιαφέρονται να μετακινηθούν στην Ελλάδα, η πρώτη επιλογή είναι η Αθήνα, καθώς προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα, όντας η πιο πλούσια περιοχή της χώρας, με σημαντική ιστορική κληρονομιά, που παντρεύει τον αρχαίο κόσμο με το σήμερα, αλλά και πολύ καλές αεροπορικές συνδέσεις”.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση το συγκεκριμένο πρόγραμμα, οι πολίτες non-dom, όσοι δηλαδή δεν μένουν μόνιμα στην χώρα μας, μπορούν ως φυσικά πρόσωπα, να μεταφέρουν την φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, υπό τον όρο της υλοποίησης κάποιας μορφής επένδυσης στην χώρα (π.χ. ακίνητα, μετοχές, ομόλογα, εταιρικά μερίδια), με το ελάχιστο όριο αυτής να τίθεται στις 500.000 ευρώ. Ο όρος αυτός θα πρέπει να εκπληρωθεί εντός τριών ετών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα. Όσοι επιλέγουν την Ελλάδα για την νέα τους φορολογική κατοικία, φορολογούνται για συνολική περίοδο 15 ετών, με ετήσιο ανώτατο φόρο 100.000 ευρώ, για το σύνολο των εισοδημάτων που αποκτούν στο εξωτερικό, ανεξαρτήτως αξίας. Γι’ αυτό, η συγκεκριμένη ρύθμιση κρίνεται ελκυστική κυρίως από πολυεκατομμυριούχους του εξωτερικού.
Μια ακόμα σημαντική ρύθμιση αφορά το πρόγραμμα για την προσέλκυση συνταξιούχων. Αυτή προβλέπει ότι όποιος πολίτης ξένης χώρας επιλέξει να μεταφέρει στην Ελλάδα την φορολογική του έδρα, θα πληρώνει φόρο εισοδήματος με πολύ χαμηλό συντελεστή 7% του ύψους της σύνταξης. Ο συντελεστής αυτός θα ισχύσει για 10 χρόνια. Εκτός από την ανάγκη ύπαρξης συμφωνίας αποφυγής διπλής φορολόγησης μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας όπου εκδίδεται και καταβάλλεται η σύνταξη, προϋπόθεση είναι ο συνταξιούχος να διαμένει στην Ελλάδα για τουλάχιστον 183 ημέρες τον χρόνο. Επίσης, πρέπει να μην ήταν φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, τα προηγούμενα πέντε από τα έξι τελευταία χρόνια, πριν την μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα.