Στην ΕΡΤ μίλησε η Γιάννα Αγγελοπούλου με αφορμή την επέτειο των 20 χρόνων από τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004 στην Αθήνα.
Όπως τόνισε η Γιάννα Αγγελοπούλου είμαι μύθος πως η χώρα χρεοκόπησε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, τους οποίους χαρακτήρισε εθνικό στοίχημα.
«Σκεφτόμουνα ότι όλες αυτές οι δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, εργαζόμενοι, εθελοντές, υπάλληλοι, οδηγοί ταξί, λεωφορείων, άνδρες και γυναίκες, (…) όλοι αυτοί οι άνθρωποι που παρακολούθησαν τους αγώνες από τα στάδια, από την τηλεόραση – βέβαια, πουλήσαμε 3,5 εκατομμύρια εισιτήρια και φτηνά εισιτήρια, το φτηνότερο είχε τότε 10 ευρώ. Όλοι αυτοί, τα 4,5 δισεκατομμύρια θεατών που μας είδαν, όλος αυτός ο κόσμος που είδε την Ελλάδα και τον Ελληνισμό να ταξιδεύει ενώνοντας ηπείρους.
Ξέρετε ότι ήταν η πρώτη φορά που η Ολυμπιακή Λαμπαδηδρομία ένωσε πέντε ηπείρους. Πήγαμε σε 33 πόλεις, έτρεξαν χιλιάδες άνθρωποι, άγνωστοι, γνωστοί. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν κρατήσει στην καρδιά τους κάτι μοναδικό από αυτήν την εμπειρία» περιέγραψε αρχικά η κα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη.
Παράλληλα, τόνισε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ένα «εθνικό στοίχημα» ενώ συμπλήρωσε ακόμη ότι «η κοινωνία ήταν αυτή που πίστεψε στον στόχο, εμπνεύστηκε και αποφάσισε να κάνει τα πάντα».
Σε ερώτηση για το τι θυμάται πιο έντονα από την περίοδο της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων ανέφερε: «Θυμάμαι αυτά τα χιλιάδες πρόσωπα με την αγωνία: «Θα το κάνουμε;», μου λέγανε. Σταματούσαν στο δρόμο, άνοιγαν το αυτοκίνητο και με ρωτούσαν: «Τι έγινε Γιάννα, θα προλάβουμε;».
«Αυτή η όλη προσπάθεια έδειξε στους Έλληνες να μην το βάζουν ποτέ κάτω και να μην αφήνουν τίποτα να τους παίρνει από κάτω. (…) Τίποτα δεν ήταν εύκολο, κύριε Κουβαρά. Δεν ήταν εύκολο όταν διεκδικούσαμε. Σας θυμίζω ότι ήταν μετά από μια τραυματική εμπειρία απόρριψης του ελληνικού αιτήματος, να γίνουν οι αγώνες της εκατονταετηρίδας στην Ελλάδα. Δεν μας πίστευαν. Τους λέγαμε δεν θέλουμε τους αγώνες κληρονομικώ δικαιώματι, τους θέλουμε γιατί είμαστε ικανοί να τους κάνουμε. Θα κάνουμε εξαιρετικούς αγώνες» εξήγησε η κα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη και συνέχισε: «Αυτό όμως, κύριε Κουβαρά, είναι ένα ηθικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Όταν δηλαδή πείθει η Ελλάδα λόγω των δυνατοτήτων της και όχι μόνο λόγω των ριζών της».
«Όταν κάνεις κάτι για την πατρίδα σου, όταν δίνεις την καρδιά και την ψυχή σου, όταν προσπαθείς να πείσεις ανθρώπους, να είσαι μαζί με ανθρώπους, να βρεις κοινές λύσεις, να μην το βάζεις κάτω, γίνονται όλα» απάντησε όταν ερωτήθηκε σχετικά με τη δήλωση του προέδρου της Ολυμπιακής Επιτροπής, Τόμας Μπαχ ο οποίος ανέφερε ότι οι Αγώνες θα συνδέονται πάντα με την ίδια.
«Μύθος πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες χρεοκόπησαν τη χώρα»
Η κα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη απάντησε με τον εξής τρόπο στη θεωρία πολλών που έχουν συνδέσει τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων με τη χρεοκοπία της χώρας: «Όταν γίνονται Ολυμπιακοί Αγώνες τους παίρνει μια χώρα. Η κυβέρνηση της χώρας, η οποιαδήποτε κυβέρνηση μεσολαβεί στα επόμενα εφτά χρόνια μέχρι να γίνουν οι αγώνες. Είναι υποχρεωμένη.
Υπογράφει συμβόλαιο με τη Διεθνή Οργανωτική Επιτροπή ότι θα κάνει όλα τα Ολυμπιακά έργα και όσες άλλες υποδομές χρειάζεται μια χώρα, μια πόλη για να γίνουν Ολυμπιακοί Αγώνες και η Οργανωτική Επιτροπή, η οποία έχει ένα χωριστό προϋπολογισμό, έχει τον προϋπολογισμό των αγώνων για τις ημέρες εκείνες.
Εμείς είχαμε έναν προϋπολογισμό 2.098.400.000 ευρώ. Οργανώσαμε τους αγώνες και επιστρέψαμε στο κράτος. Είχαμε πλεόνασμα 130 εκατομμύρια ευρώ. Άρα λοιπόν, με λίγα λόγια η κυβέρνηση στο δικό μας προϋπολογισμό είχε μια συμμετοχή 7%. Όλα τα υπόλοιπα από που τα μαζέψαμε; Από τα εισιτήρια, από διεθνείς και εγχώριες χορηγίες, από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, από τη ΔΟΕ.
Το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα ήταν 6,4 δισ. ευρώ. Είμαστε η δεύτερη φθηνότεροι Ολυμπιακοί Αγώνες από το Λος Άντζελες του 1932 με επίσημα στοιχεία.
Τη χρονιά των Αγώνων το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,5%. Αν είχαμε αξιοποιήσει την υλική και την άυλη κληρονομιά, θα κερδίζαμε κάθε χρόνο στο ΑΕΠ 0,2%.
Επομένως, αυτός είναι ένας μύθος. (…) Αυτός ο μύθος εφευρέθηκε από αυτούς που μισούν τα κατορθώματα των Ελλήνων.
Γιατί οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν κατόρθωμα της χώρας ολόκληρης».
Η κα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη σημείωσε ότι «η Ελλάδα με τους Ολυμπιακούς ξαναμπήκε στο χάρτη. Κερδίσαμε ένα διεθνές κύρος. Κερδίσαμε μια στιγμή, όλοι μας γιατί όλοι μας συμμετείχαμε, μεγάλης εθνικής αυτοπεποίθησης. Περάσαμε πολλά μετά, αλλά αυτό δε χάνεται ποτέ.
Κερδίσαμε ολυμπιακές υποδομές, ανεξάρτητα αν δεν τις αξιοποίησε το κράτος μετά. Κερδίσαμε καταπληκτικές δημόσιες υποδομές που χρειαζόταν ούτως ή άλλως. Ξέρετε πως χιλιάδες άνθρωποι εκπαιδεύτηκαν με την τελευταία λέξη των απαιτήσεων για τεχνολογία σε όλους τους τομείς; Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι».
Σχετικά με την πρόταση που είχε κάνει παλιότερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για τη μόνιμη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα και αν θα είχε νόημα η επαναφορά μιας τέτοιας πρότασης η κα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη σημείωσε: «Όταν την έκανε την πρόταση ο γηραιός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ήταν έξυπνη πρόταση και σοφή, γιατί τότε υπήρχε κίνδυνος να μποϋκοταριστούν οι αγώνες της Μόσχας. Το θέμα είναι ότι αυτή η πρόταση έγινε ξανά επίκαιρη μετά τους αγώνες της Αθήνας, επειδή οργανώθηκαν τόσο καλά.
Έχω ακούσει να την επαναφέρουν και συγγραφείς και δημοσιογράφοι, ακόμα και ο Τόνι Εστανγκέ «ο ανάλογος Γιάννα» των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι, μου έλεγε προχθές στην Αρχαία Ολυμπία, που βρεθήκαμε, ότι αυτοί οι αγώνες που πήρε το πρώτο του χρυσό μετάλλιο στο κανόε καγιάκ και τώρα είναι επικεφαλής, ότι αυτοί οι αγώνες δεν υπήρχαν, δεν τους έχουμε ζήσει ποτέ».
Αναφορικά με το αν θα μπορούσε όμως η Ελλάδα να κάνει κάθε τέσσερα χρόνια μια τέτοια διοργάνωση απάντησε: «Ξέρετε ότι για να πάνε οι Ολυμπιακοί Αγώνες κάπου υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες. Καταρχήν η ύπαρξη και τόσων μελών από όλο τον κόσμο στην Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, οι χορηγοί και όλα τα συναφή.
Εγώ δεν λέω ποτέ, ποτέ. Γιατί αν δεν μπορείς να πετύχεις ένα μεγάλο πράγμα, κοιτάζεις να πετύχεις κομμάτι αυτού του πράγματος. Αυτό το λέω να το ακούσουν οι ειδικοί. Όμως γεγονός είναι, ότι αν έρχονταν έτσι οι συνθήκες θα μπορούσαμε να είμαστε έτοιμοι.
Τι σημαίνει αυτό; Να αξιοποιήσουμε έστω και αργά αυτή την κληρονομιά που έμεινε, ούτως ώστε να μπορούσαμε θεωρητικά να αναλάβουμε μια τέτοια υπόθεση».