Ισπανός συνθέτης, αυτοεξόριστος αντισυνταγματάρχης, ανθρωπιστής, διπλωμάτης, Μόνιμος Αντιπρόσωπος του ΟΗΕ στην Ελλάδα, Διευθυντής του εν Ελλάδι προγράμματος Τεχνικής Βοήθειας (1965 – 1969). Ιδιότητες, ενός ανθρώπου, που αγάπησε την Ελλάδα, λάτρεψε την Κρήτη και έφυγε από τη ζωή πριν από 55 χρόνια, το 1969 ως ένας Ευπατρίδης, ο Γκουστάβο Ντουράν.
Μέγας Ευεργέτης του ορεινού χωριού Αλώνες Ρεθύμνου, ο Γκουστάβο Ντουράν ήρθε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1965 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Προσωπικός φίλος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και του Πάτρικ Λη Φέρμορ θέλησε να έχει στο σπίτι του μία οικιακή βοηθό την οποία και εντόπισε στο πρόσωπο της 17χρονης κρητικοπούλας Μαρίας Αλεβυζάκη – Λουγάνη, η οποία βρισκόταν ως εργαζόμενη στην Αθηνά.
Όλα ξεκίνησαν με το παιχνίδι της μοίρας για τον Γκουστάβο Ντουράν, σχετικά με την αγάπη του που γιγαντώθηκε για την Κρήτη, το Ρέθυμνο το χωριό Αλώνες, όπως ξετυλίγει την ιστορία του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Καλαϊτζιδάκης Director of Operations Grecotel Hotels & Resorts Ρεθεμνιώτης στην καταγωγή. Τον Σεπτέμβριο του 1965, όταν η Μαρία ζήτησε να ταξιδέψει για Ρέθυμνο ώστε να βρεθεί στο χωριό της στις Αλώνες, στο πανηγύρι του Aη Γιάννη, ο Γκουστάβο Ντουράν συνειδητοποίησε πως η κοπέλα, η οικιακή βοηθός του ήταν από το συγκεκριμένο χωριό και μάλιστα ήταν ανιψιά ενός προσώπου το οποίο πολύ εκτιμούσε θαύμαζε και γνώριζε μέσα από τα διαβάσματα του. Ήταν ο ηρωικός παπά – Αλεβυζάκης, γνωστή μορφή της αντίστασης, τον οποίο μάλιστα γνώριζε ο φίλος του, Πάτρικ Λη Φέρμορ. Ο Ντουράν και η Μαρία συμφώνησαν να ταξιδέψουν μαζί στο χωριό, στην Κρήτη, θέλοντας ο ίδιος να γνωρίσει την οικογένεια της και το χωριό Αλώνες. Σύμφωνα με τον κ. Καλαϊτζιδάκη, «αυτό το τυχαίο περιστατικό οδήγησε τον Ντουράν στο ορεινό χωριό του Κρυονερίτη, Αλώνες. Μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή σε καρόδρομους, καβάλα σε γαϊδουράκια, ο Ντουράν, η σύζυγος του Μπόντε, το γένος Κρόμπτον και οι δυο κόρες του, Γιάννα και Λούσυ, έφθασαν στις Αλώνες, μέσω του χωριού Βιλανδρέδο. Εντυπωσιασμένος από την φιλόξενη οικογένεια της Μαρίας και τις ιστορίες αντίστασης των κατοίκων, παρατήρησε ότι οι γυναίκες έπρεπε να κουβαλούν το νερό, με στάμνες, από την κεντρική βρύση του χωριού, αρκετά μακριά».
Ήταν άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και πλούσιο πνεύμα, είχε πει η Βιργινία Τσουδερού για τον Ντουράν, τον οποίο γνώριζε καλά και τον χαρακτήριζε ως υπηρέτη στην υπηρεσία της Παγκόσμιας Ειρήνης, Φιλέλληνα πάνω απ’ όλα και ανθρωπιστή. Ο κ. Καλαϊτζιδάκης, ο πατέρας του οποίου ήταν φίλος του Γκουστάβο Ντουράν έκανε γνωστό ότι, αυτή η παρατήρηση του για τη στάμνα και τις γυναίκες ξεκλείδωσε τη φιλοσοφία ζωής που είχε για κοινωνική ανάπτυξη και πρόοδο. «Αυτό σήμαινε ότι ο Ντουράν, κατάφερε μέσα σε δυο χρόνια (1965 – 1967) να εξασφαλίσει την χρηματοδότηση από δικά του χρήματα και οικονομική βοήθεια Ολλανδών φίλων του να σχεδιάσει και να ολοκληρώσει έργο με το οποίο γεωλόγοι, μηχανικοί, εργαζόμενοι, δημιούργησαν δίκτυο σωλήνων ύδρευσης, για να φτάσει το πολύτιμο νερό σε όλα τα σπίτια του χωριού. Χαρακτηριστική παραμένει η φωτογραφία του Ντουράν με το κρητικό σαρίκι στο κεφάλι με τον παπά-Αλεβύζο, την αείμνηστη Βιργινία Τσουδερού και τον πατέρα μου, Μιχάλη Καλαϊτζιδάκη – Μπομπόλα, μπροστά από το φορτηγό, γεμάτο με τις πλαστικές σωλήνες».
Και δεν έμεινε μόνο σε αυτή την πράξη, η αγάπη του για τις Αλώνες… Στο φτωχικό χωριό, ο Γκουστάβο Ντουράν μερίμνησε να φτάσουν οικόσιτα κουνέλια μία ειδική ράτσα από την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης στο Κολυμπάρι στα Χανιά για να έχουν οι χωρικοί το οικόσιτο ζώο που σχεδόν από κανένα χωριό της Κρήτης δεν έλειπε μιας και αποτελεί μέχρι και σήμερα κομμάτι της υγιεινής Κρητικής Διατροφής. Ο ίδιος μάλιστα πλήρωσε τεχνίτες για να φτιάξουν κουνελώνες κλουβιά ώστε να υπάρχει παραγωγή, εκτροφή των οικόσιτων κουνελιών. Μερίμνησε επίσης ώστε το σχολείο να επεκταθεί, για να προσφέρει συσσίτια στα παιδιά, να υπάρχει για αυτά ρουχισμός αλλά και στους γέροντες να μην λείπουν τα φάρμακα.
Σιγά-σιγά αναφέρει ο Δημήτρης Καλαϊτζιδάκης: «Δέθηκε με τους κατοίκους του χωριού, τις Αλώνες ολόκληρο το νησί. Αγάπησε και μοιράστηκε τις μαντινάδες, συμμετείχε στα γλέντια των κρητικών φίλων του, ενέταξε στο ντύσιμο του στοιχεία της Κρήτης και το Κρητικό σαρίκι, ενώ δεν απέφυγε ποτέ να μάθει και να τραγουδάει τα ριζίτικα, κύρια μορφή έκφρασης της κρητικής ψυχής, κουλτούρας και ζωής».
Μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή η οποία ξεκίνησε από μία αναζήτηση μίας οικιακής βοηθού Γκουστάβος Ντουράν γνώρισε, αγάπησε, λάτρεψε, ενίσχυσε και έγινε ένα με την Κρήτη. Αυτή η σχέση οδήγησε στο να εκφράσει την τελευταία του επιθυμία και να σκεπαστεί από την Κρητική Γη. «Αναπαύεται στις Αλώνες, στην αγκαλιά της γης του Κρυονερίτη, στον ίσκιο της Βελανιδιάς που του χάριζε πάντα τη δροσιά του, στον τόπο που τόσο αγάπησε και τόσο τον αγάπησε», γνωστοποιεί ο κ. Καλαϊτζιδάκης ο οποίος όπως λέει: «Θυμάμαι σε ηλικία 11 ετών ότι το τραπέζι της οικογένειας, μετά την κηδεία, το βράδυ έγινε στο σπίτι μας. Παρ ότι μόλις είχε γίνει η κηδεία, είχαν ζητήσει από τον πατέρα μου να υπάρχει Ελληνική μουσική. Μετά το τραπέζι και την μουσική, θυμάμαι ότι ένα – ένα μέλος της οικογένειας σηκώθηκε και είπε μια τρυφερή ιστορία από την ζωή της οικογένειας τους, σε σχέση με τον Γκουστάβο Ντουράν».
Έφυγε από τη ζωή στις 26 Μαρτίου 1969. Την Κυριακή 30 Μαρτίου 1969 η σορός του Γκουστάβο Ντουράν μεταφέρεται στο Ρέθυμνο και όπως ανέφερε εφημερίδα των Χανίων: «Μεταφέρετε δια να ταφή, συμφώνως προς επιθυμίαν του, εις το γραφικό χωρίον Αλώνες, κάτω από μια δρυν, δια την οποίαν είχεν ειπεί κάποτε: “εδώ είναι τόπος για να ταφή κανείς”» αναφέρει η ανταπόκριση από τα Χανιά, εφημερίδας με ημερομηνία 28 Μαρτίου 1969. Η προτομή του ευπατρίδη, ανθρωπιστή, Κρητικολάτρη Ντουράν, κοσμεί την πλατεία ως ένδειξη ευγνωμοσύνης των κατοίκων που χάρις σ’ αυτόν ξεδίψασαν και επέζησαν. Ο Δημήτρης Καλαϊτζιδάκης λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως στο μικρό ιστορικό μουσείο του χωριού, υπάρχουν ντοκουμέντα από τη ζωή της οικογένειας Ντουράν μαζί με άλλα ντοκουμέντα από την ηρωική αντίστασή του χωριού κατά των Γερμανών. Μνημονεύει μάλιστα στην αναφορά του και τον Χρήστο Κωνσταντουδάκη που έζησε και θυμάται εκείνη την εποχή και μετέπειτα ήταν δάσκαλος του σχολείου. Ο κ. Κωσταντουδάκης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τα γαλαζοπράσινα μάτια του Γκουστάβο Ντουράν, προκαλούσαν ένα κυματισμό συναισθημάτων στους ανθρώπους του χωριού. Χάιδεψε τους βασιλικούς μας, μύρισε τους ασβέστες μας και έτσι ρίζωσε στο χωριό μας και βρέθηκε τώρα κάτω από την μεγάλη βελανιδιά».