Μεγάλες ευκαιρίες αλλά και σημαντικές προκλήσεις για τη νέα τετραετία στην οικονομία, διαβλέπει ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική προβλέπει ρυθμό Ανάπτυξης 2,2% (αντί 2,3% που προβλέπει η κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και 2,4% που προβλέπει η Κομισιόν) λόγω της επιβράδυνσης ή ύφεσης που απειλεί μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης –λόγω πολέμου στην Ουκρανία αλλά και ανόδου των επιτοκίων παγκοσμίως- που δευτερογενώς μπορεί να πλήξει και την Ελλάδα.
Όπως αναφέρει στην Έκθεση ο διοικητής της ΤτΕ «η παγκόσμια οικονομία, επιβαρυμένη από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση, τον υψηλό πληθωρισμό και την ταχεία αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπισή του, οδεύει προς επιβράδυνση το 2023. Η επιβράδυνση αναμένεται να είναι εντονότερη στις προηγμένες οικονομίες από ό,τι στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες (…) Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική οικονομία διατήρησε σημαντικό μέρος του δυναμισμού της το 2022, αλλά και κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2023. Παράλληλα, και ο πληθωρισμός σημείωσε αξιόλογη επιβράδυνση, ήδη από το δ΄ τρίμηνο του προηγούμενου έτους (…) Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,2%, λόγω της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και της εξομάλυνσης του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης».
Για τα επόμενα χρόνια ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,0% το 2024 και στο 2,7% το 2025. Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν, υπό την προϋπόθεση ότι στο εξωτερικό περιβάλλον η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί, θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
Συστάσεις
Λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει τα ακόλουθα:
1ον) υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί κυρίως σε τομείς που μπορούν να επηρεάσουν άμεσα το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, όπως π.χ. σε δράσεις που αφορούν τη διεύρυνση της συμμετοχής των νέων και των γυναικών (αγορά εργασίας) ή την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης (θεσμοί και διακυβέρνηση) και την ταχεία υλοποίηση των επενδυτικών πρωτοβουλιών του ιδιωτικού τομέα (επενδυτικό περιβάλλον και γραφειοκρατία).
2ον) αποτελεσματική και ταχεία αξιοποίηση των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την τόνωση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και τον περιορισμό του επενδυτικού κενού. Η διεύρυνση των επενδύσεων θα πρέπει να στηριχθεί και στην άνοδο της εγχώριας αποταμίευσης, χωρίς τη συμβολή της οποίας υπάρχει ανισορροπία μεταξύ εθνικών αποταμιεύσεων και επενδύσεων, η οποία και επηρεάζει αρνητικά το ισοζύγιο πληρωμών. Σε αυτή τη κατεύθυνση θα συμβάλει θετικά και η παραγωγική αξιοποίηση των ήδη αυξημένων ροών ξένων άμεσων επενδύσεων. Το ζητούμενο είναι η αύξηση του ποσοστού των ξένων άμεσων επενδύσεων που κατευθύνονται στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας και διευρύνουν το παραγωγικό της δυναμικό (greenfield investments).
3ον) αντιμετώπιση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας. Προϋποθέσεις για τη μείωση του ελλείμματος του ΙΤΣ είναι η περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών, η υποκατάσταση των εισαγωγών και η προώθηση της ενεργειακής αυτονομίας ώστε να περιοριστούν οι ανάγκες εισαγωγών ενέργειας.
4ον) περαιτέρω μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ.Αυτό απαιτεί τη συστηματική επιστροφή σε πρωτογενή, κυκλικά διορθωμένα, δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ….
5ον) διασφάλιση της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει: Πρώτον, ότι οι μισθολογικές αυξήσεις θα αντιστοιχούν στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, όπως αυτές προσδιορίζονται κυρίως από τις μεταβολές της παραγωγικότητας, και ότι θα αποφευχθεί μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών. Δεύτερον, ότι θα υπάρξουν παρεμβάσεις και έλεγχοι στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών ώστε να αποφευχθούν υπερβολικές, δηλαδή μη συνεπείς με το μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού, αυξήσεις στις τιμές, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τα ήδη υψηλά περιθώρια κέρδους σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας. Σε βάθος χρόνου απαιτείται βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές με άρση εμποδίων και στρεβλώσεων για να περιοριστούν οι ολιγοπωλιακές πρακτικές.
6ον) περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας και αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας. (…) Απαιτείται αναβάθμιση της τεχνικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και υλοποίηση στοχευμένων προγραμμάτων κατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Εξίσου αναγκαίες είναι παρεμβάσεις για να ενισχυθεί το πλέγμα εναρμόνισης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, για την ένταξη και παραμονή στην αγορά εργασίας του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με έμφαση στις γυναίκες και στους νέους. Θεσμικές παρεμβάσεις για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ή επιδότησή τους θα μειώσουν το μη μισθολογικό κόστος και θα συμβάλουν, σε συνδυασμό με την αύξηση των ελέγχων και ιδιαίτερα σε κλάδους με αυξημένη παραβατικότητα, στον περιορισμό της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας. Συνολικά, η τάση βελτίωσης της αγοράς εργασίας προβλέπεται να συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα (…) μέσω της αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων, η οποία θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
7ον) επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μίγμα προϋποθέτει, εκτός από νέες επενδύσεις, και αύξηση των δυνατοτήτων αποθήκευσης ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμη είναι η αξιοποίηση των πόρων του REPowerEU για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας προϋποθέτει, πέρα από την υλοποίηση νέων επενδύσεων, και την ύπαρξη κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού στις νέες τεχνολογίες.
8ον) περαιτέρω ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο τα τελευταία χρόνια και είναι και πάλι σε θέση να συνεχίσει με επιτυχία το διαμεσολαβητικό του ρόλο και να επωφεληθεί από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την αναμενόμενη επαναφορά του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα αξιολόγησης. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με την ανάγκη διατήρησης ισχυρής κερδοφορίας και περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις (DTC) εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο μέρος των κεφαλαίων των τραπεζών.