Αδιάφορη για το παιδί της, προκλητική με τις Αρχές, αμετανόητη για ότι έχει συμβεί. Μόνο έτσι θα μπορούσε να περιγραφεί η μητέρα του μικρού Άγγελου που μετά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη συνεχίζει να δίνει μάχη για τη ζωή του στη ΜΕΘ του ΠΑΓΝΗ.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει ξεκάθαρα από την απολογία της που παρουσιάζει το «protothema.gr», στην οποία η συλληφθείσα, αφού αρνείται κατηγορηματικά ότι χτύπησε ποτέ το τρίχρονο αγγελούδι, στη συνέχεια περιγράφει ανερυθρίαστα τις στιγμές που ο σύντροφός χτυπούσε μπροστά της το παιδί με ένα ξύλο από την κούνια του χωρίς αυτή ουσιαστικά να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει.
«Μετά τον ένα μήνα (της γνωριμίας τους), αυτός ξεκίνησε να του ασκεί βία του παιδιού, το χτυπούσε με το ξύλο της κούνιας που είχε, το χτυπούσε ή στα χέρια, αυτό ξεκίνησε τέλος Νοέμβρη με αρχές Δεκέμβρη. Το χτυπούσε γιατί έκανε ζαβολιές και δεν τον άφηνε να είναι μαζί μου αυτός συνέχεια. Το παιδί είχε συνηθίσει να πηγαίνω τουαλέτα και να είναι δίπλα μου επειδή δεν είχα κάποιον να τον κρατήσει, και αυτό τον πείραζε, έλεγε δεν είναι σωστό για το παιδί αυτό. Του χτυπούσε το χέρι με το ξύλο, του χτυπούσε την πατούσα από κάτω, αυτό γινόταν συνέχεια. Την πρώτη φορά του μίλησα με νεύρα, του είπα ότι αν το ξανακάνει θα κινηθούμε διαφορετικά στην αστυνομία. Την επόμενη ημέρα το χτύπησε ξανά στην πατούσα από κάτω με το ξύλο, έλεγε, έτσι έκανε η συγχωρεμένη η μάνα μου για να κάτσουν καλά τα παιδιά. Την τρίτη φορά του είπα ότι θα ζητήσω χρήματα από τους γονείς μου να σηκωθώ να φύγω», ανέφερε στην απολογία της η 26χρονη.
Και συνέχισε: «Πήρα τον πατέρα μου και μου είπε ξανασκέψου το, έχει γίνει κάτι; Όμως δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί ήταν και εκείνος μπροστά. Έπαιρνα με το κινητό μου τον πατέρα μου και του έλεγα να φύγω. Είπα στον μπαμπά μου ότι συμπεριφέρεται άσχημα πάνω στο παιδί και του ζήτησα χρήματα για να φύγω από το σπίτι να πάω στην αστυνομία. Δεν με είχε κλειδωμένη, μου είχε πει όμως να μην φύγω και να αφήσω τα σκυλιά. Δεν είχα κλειδιά για να βγω έξω και να ξαναγυρίσω, δηλαδή αν έφευγα να πάω στην αστυνομία να τον καταγγείλω δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω».
«Φοβόμουν να μιλήσω»
Αφού λοιπόν αν τον κατήγγειλε, όπως λέει, δεν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει σπίτι της, προτίμησε να κάτσει άπραγη και να βλέπει το παιδί της να βασανίζεται καθημερινά.
«Ήμουν μπροστά όταν το χτυπούσε το παιδί, του έπαιρνα το ξύλο και αγκάλιαζα το παιδί. Την πρώτη φορά το πέταξα εγώ το ξύλο έξω στην αυλή, αυτός το έπαιρνε ξανά. Μετά το πέταξε η κόρη του έξω στην αυλή. Του μιλούσα αλλά δεν άκουγε ποτέ. Πήρα ξανά τον πατέρα μου αλλά μου έλεγε ότι τα πράγματα θα φτιάξουν. Εγώ του έλεγα ότι γίνονται χειρότερα. Δεν μπορούσα να του πω τι ακριβώς είχε γίνει. (…) Σε όλο αυτό φοβόμουνα να μιλήσω γιατί φοβόμουνα ότι θα μου κάνει κακό και εμένα. Δεν με είχε περιορισμένη, δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, ούτε με είχε απειλήσει ότι θα με σκοτώσει, αλλά φοβόμουν να μιλήσω» ισχυρίζεται σε άλλο σημείο της απολογίας της.
Φυσικά το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει από τα παραπάνω είναι πώς είναι δυνατόν η κατηγορούμενη να φοβάται τον σύντροφό της από τη στιγμή που, όπως η ίδια λέει, ούτε την είχε περιορισμένη, ούτε την είχε χτυπήσει ποτέ, ούτε την είχε απειλήσει ότι θα την σκοτώσει.
Τι λέει για τη μέρα που το παιδί μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο
Αναφερόμενη δε στην ημέρα που το παιδί μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, η μητέρα του ανήλικου αρνείται κάθε εμπλοκή της αναφέροντας συγκεκριμένα τα εξής:
«Την τελευταία ημέρα, στις 26, ξύπνησα κανονικά με το παιδί. Σηκώθηκα, τον έπλυνα, τον καθάρισα και ο (σύντροφος) μου ζήτησε καφέ. Πήγα να πάρω καφέ σε απόσταση ούτε ένα λεπτό από το περίπτερο γιατί πίνει νες καφέ. Μέχρι να γυρίσω, γυρνάω σπίτι και βλέπω το παιδί πάνω στον καναπέ με γυρισμένα τα μάτια, να φαίνεται μόνο το άσπρο. Το παιδί ήταν ανάσκελα στον καναπέ, ο (σύντροφος) ήταν με ένα κοριτσάκι από δίπλα και το ρώτησα και μου είπε ότι άκουσε φωνές και ήρθε. Άκουσα φωνές από τον (σύντροφο), μπήκα μέσα άκουγα από την εξώπορτα, τον άκουγα που έλεγε «Άγγελε, Άγγελε», μπήκα μέσα κλαίγοντας που είδα το παιδί μου έτσι. Έπιασα το χέρι του μικρού και ο (σύντροφος) μου είπε εσύ φύγε, του έκανε εισπνοές, του φύσαγε στο στόμα, του έκανε κάρπα. Το παιδί κάποια στιγμή έκανε ένα «ααα και μαμαμα», μετά τίποτα άλλο. Μετά ήρθε το ασθενοφόρο. Τα δάχτυλα του στο χέρι ήταν πρησμένα και μαυρισμένα από το ξύλο. Εγώ φώναζα, ρώταγα τι έγινε και μου είπε (ο σύντροφος) ότι το παιδί πήγε να σηκωθεί, έχασε τις αισθήσεις του και χτύπησε στο τραπεζάκι».
Πηγή: «protothema.gr»