Το πρόγραμμα των αμυντικών εξοπλισμών, το οποίο έχει ξεκινήσει από το 2021, πολύ πριν τη συμφωνία για το αναθεωρημένο σύμφωνο Σταθερότητας, αποδεικνύεται εκ των υστέρων ένα εμπόδιο για την κοινωνική πολιτική του 2025 και ίσως και των επόμενων ετών.
Η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο δεν θέλει σε καμία περίπτωση να θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο τη δημοσιονομική θέση, αλλά και την αξιοπιστία που κατέκτησε η χώρα από το 2019, η οποία οδήγησε στην επενδυτική βαθμίδα στο τέλος του 2023. Ωστόσο, η πολυετής κρίση έχει δημιουργήσει μια σειρά από προβλήματα, ειδικά στους οικονομικά ασθενέστερους, τα οποία περιμένουν τη λύση τους. Οι ελαφρύνσεις και οι ενισχύσεις κάθε χρονιά εξαγγέλλονταν από τη ΔΕΘ. Η φετινή χρονιά είναι διαφορετική. Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες πατάνε “φρένο” στις παροχές με την προσυμφωνημένη οροφή αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών.
Περιορισμένος χώρος λόγω αμυντικών δαπανών
Ως γνωστόν πια, το όριο αύξησης των δαπανών για το 2025 έχει τεθεί από τις Βρυξέλλες στο 3% που αντιστοιχεί περίπου σε 3 δισ. ευρώ. Για τον επόμενο χρόνο υπάρχουν ως υποχρεώσεις η αύξηση των συντάξεων κατά 2-3% με κόστος 450 εκατ. ευρώ, η απονομή επιπλέον 30,000 μη προγραμματισμένων συντάξεων με κόστος περίπου 400 εκατ. ευρώ. Επίσης ο υπουργός Οικονομικών κ. Κωστής Χατζηδάκης έχει προαναγγείλει από τον Απρίλιο μέτρα ύψους 880 εκατ. ευρώ (στα οποία περιλαμβάνονται οι αυξήσεις των συντάξεων). Το πρόβλημα είναι ότι στις υποχρεώσεις της επόμενης χρονιάς και η παραλαβή της πρώτης φρεγάτας Belhara από το Πολεμικό Ναυτικό, γεγονός που ανεβάζει το ύψος των αμυντικών δαπανών κατά 1 δισ. ευρώ από χρόνο σε χρόνο. Με αυτά τα δεδομένα, από τα 3 δισ. ευρώ που έχει περιθώριο να αυξήσει το Υπουργείο Οικονομικών τα 2,7 δισ. έχουν “δεσμευτεί” σε ανελαστικές δαπάνες. Μάλιστα οι υψηλές επιπλέον αμυντικές δαπάνες που θα έχουμε και την αμέσως επόμενη τριετία (2026 -2028) θα δυσκολέψουν τις διαπραγματεύσεις και για τα μέτρα πολιτικής που θα ενταχθούν στο 4ετές δημοσιονομικό πλάνο που θα πρέπει να συμφωνηθεί με τις Βρυξέλλες. Προς το παρόν, οι όποιες επιπλέον παροχές θα πρέπει να περιοριστούν ως κόστος στα περίπου 300 εκατ. ευρώ που απομένουν. Ωστόσο, το ΥΠΕΘΟ προγραμματίζει μέτρα στήριξης που υπερβαίνουν το ποσό αυτό.
Διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει ξεκινήσει εδώ και έναν μήνα με τις Βρυξέλλες μια διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αύξηση της οροφής αύξησης των δαπανών κατά επιπλέον 500 έως 700 εκατ. ευρώ. Τούτο, μέσα από μια συζήτηση που αφορά το πλεόνασμα των φορολογικών εσόδων που μεγαλώνει μήνα με τον μήνα, έχοντας φτάσει στο τέλος Ιουλίου τα 642 εκατ. ευρώ. Το επιχείρημα είναι ότι, αν τα χρήματα δεν διατεθούν κατά ένα μέρος για ελαφρύνσεις, θα οδηγήσουν σε μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος πολύ πάνω από το 2,1% του ΑΕΠ, που είναι ο ετήσιος στόχος για το 2024.
Με μια συντηρητική προσέγγιση το πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος αναμένεται να ξεπεράσει το 2,5% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι ένα ποσό περίπου 1,2 δισ. ευρώ θα διοχετευτεί άμεσα για τη μείωση του χρέους περίπου κατά 0,5% του ΑΕΠ για 1 χρόνο. Το επιχείρημα της Αθήνας είναι ότι αν μέρος έστω από τα χρήματα διοχετευτούν για την αύξηση της ανάπτυξης τότε η μείωση του χρέους θα είναι διαρκής και συνολικά μεγαλύτερη κατά την τετραετία 2025-2028 που θα είναι η περίοδος που θα καλύψει το τετραετές δημοσιονομικό πλάνο που θα συμφωνηθεί με τις Βρυξέλλες
Τα μέτρα που είναι στον προγραμματισμό και δεν έχουν ακόμη περιθώριο για να ενταχθούν στον προϋπολογισμό του 2025 είναι η αύξηση της προγραμματισμένης μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών από 0,5% στο 1% και το πακέτο με τη μορφή φορολογικών κινήτρων -και όχι μόνο- σε νέες οικογένειες.
Οι διαπραγματεύσεις για τα πρόσθετα μέτρα μπορεί να διαρκέσουν και μετά το τέλος της εβδομάδας. Συνεπώς μπορεί η πολιτική της Κυβέρνησης να ανακοινωθεί σε δόσεις μέχρι και την κατάθεση του προϋπολογισμού.