Μία γιγαντιαία επιχείρηση, αγοράς, πώλησης και ανταλλαγής εκκλησιαστικών κειμηλίων και κυρίως εικόνων, είχε στήσει ιερέας από την ενδοχώρα του Ηρακλείου, ο οποίος και κατηγορείται για αρχαιοκαπηλία. Στο κύκλωμα, τα πλοκάμια του οποίου απλώνονται σε όλη την Ελλάδα, εμπλέκονται επίσης ιδιοκτήτες παλαιοπωλείων, αλλά και άλλοι ιερείς τόσο από το Ηράκλειο, όσο και από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο ιερέας φέρεται να δρούσε πολύ προσεκτικά και να είχε οργανώσει αρκετά καλά τη «δουλειά», αφού οι κινήσεις του ήταν μελετημένες, ενώ κρατούσε αναλυτικό κατάλογο με τις αγορές, πωλήσεις και τα … προϊόντα προς πώληση ή προς ανταλλαγή.
Για να μη δίνει κανένα στόχο, χρησιμοποιούσε όλες τις μεταφορικές εταιρίες που υπήρχαν στην περιοχή του δηλώνοντας απλά πως στέλνει ή παραλαμβάνει εικόνες, κάτι που δεν μπορούσε να κινήσει την παραμικρή υποψία.
Έπειτα από συντονισμένες ενέργειες όμως της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ηρακλείου, ο Ιερέας συνελήφθη, ενώ αποκαλύπτεται σταδιακά το τεράστιο κύκλωμα και δίκτυο που είχε στηθεί από την ενδοχώρα του Ηρακλείου, ως το Ηράκλειο, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Σε έρευνα που πραγματοποίησαν μάλιστα οι αρχές στο σπίτι του, διαπίστωσαν πως όλες οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές, αφού χρειάστηκε να αναζητήσουν σε πολλά και διαφορετικά σημεία εντός του σπιτιού, προκειμένου να βρουν το συνολικό ποσό των 200.000 περίπου ευρώ.
Στον Ιερό Ναό στον οποίο είναι εφημέριος ο Ιερέας επίσης, βρέθηκαν εικόνες από τον 16ο αιώνα μ.Χ έως και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι οποίες δεν εντάσσονται ωστόσο στα λατρευτικά είδη που είναι καταγεγραμμένα για τον εν λόγω ναό.
Μεταξύ των εικόνων βρέθηκε μία εικόνα του Αγίου Νικολάου που χρονολογείται το 1826 και μία εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας του 1527.
Σύμφωνα με την Εφορία Αρχαιοτήτων επίσης, ο ιερέας φέρεται να είναι κάτοχος εικόνων του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Ζωής που χρονολογούνται στα τέλη του 19ου αιώνα και περιήλθαν στα χέρια του μετά από δωρεά, τις οποίες ωστόσο δεν φαίνεται να έχει πλέον στην κατοχή του, ούτε και μπόρεσε να προσκομίσει.
Όλες οι εικόνες που βρέθηκαν κατασχέθηκαν και παραδόθηκαν στο Τμήμα Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων και Μουσείων της Εφορίας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου, προκειμένου να εκτιμηθεί η αξία τους.