Είναι νωρίς το πρωί όταν στο τηλεφωνικό κέντρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ηρακλείου, χτυπά το τηλέφωνο.
«Καλημέρα σας, είμαι 77 χρονών και δεν είμαι καλά».
Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής μία ηλικιωμένη κυρία με τρεμάμενη φωνή.
«Μου λείπουν τα παιδιά μου. Αισθάνομαι μόνη μου και θα αυτοκτονήσω».
Το τηλέφωνο κλείνει. Ο Αξιωματικός υπηρεσίας καλεί αμέσως πίσω, αλλά το τηλέφωνο είναι κλειστό.
Άμεσα στήνεται μία τεράστια επιχείρηση από τους Αξιωματικούς και το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας. Κάθε ανθρώπινη ζωή, ανεξάρτητα από ηλικία ή φύλο έχει την ίδια αξία.
Σε συνεργασία με τις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, σε αστραπιαίο χρόνο, έχει βρεθεί το στίγμα απ’ όπου εξέπεμψε το κινητό τηλέφωνο, ενώ με κατάλληλη αξιοποίηση των στοιχείων έχουν βρεθεί παράλληλα οι συγγενείς της ηλικιωμένης κι έχουν ειδοποιηθεί.
Οι Αρχές ωστόσο δεν περιμένουν. Έχει ήδη δοθεί σήμα για να μεταβούν στο σημείο. Δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα λεπτό, διότι η γυναίκα ακούγονταν αποφασισμένη να κάνει πράξη την απειλή για τον ίδιο της τον εαυτό.
Η Άμεση Δράση έχει φθάσει ήδη στο σπίτι της ηλικιωμένης κάπου στο κέντρο της πόλης, την οποία και προλαβαίνει πριν το απονενοημένο διάβημα. Οι Αστυνομικοί μιλούν στη γυναίκα σαν να ήταν δική τους μητέρα και γιαγιά. Την ηρεμούν. Έως ότου φθάσουν και οι συγγενείς της.
Σε λίγη ώρα, η γυναίκα είναι πολύ καλύτερα. Αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν πολλοί που τη νοιάζονται.
Με βάση το πρωτόκολλο μεταφέρεται για τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις, για να συνεχίσει με λιγότερα προβλήματα τη ζωή της.
Στην Αστυνομική Διεύθυνση όμως δεν πανηγυρίζουν. Ικανοποιούνται από την εξέλιξη, αλλά συνεχίζουν τη δράση τους. Γιατί τα τηλέφωνα δεν σταματούν να χτυπούν…