Συγκεκριμένες πρακτικές ακολουθούν πολυεθνικές ως μέσο για την αύξηση της κερδοφορίας τους.
Την ίδια στιγμή η συζήτηση για τη διαφορετική τιμολόγηση από πλευράς πολυεθνικών ομίλων προκάλεσε, στη διάρκεια της εβδομάδας που πέρασε, τη δημόσια τοποθέτηση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος δεσμεύτηκε ότι θα ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την παρέμβασή της για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου.
Η μέθοδος του transfer pricing
Στελέχη της αγοράς με γνώση του θέματος, με τα οποία ήρθαμε σε επικοινωνία στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, εξηγούν με ποιον τρόπο πολυεθνικές εταιρείες αυξάνουν τα περιθώρια κερδοφορίας τους, ακολουθώντας διαφορετική τιμολόγηση από τις εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα. Κάνουν λόγο για τη μέθοδο της μεταβιβαστικής τιμολόγησης, η οποία είναι γνωστή ως transfer pricing. Πρόκειται ουσιαστικά για την πώληση αγαθών και υπηρεσιών σε σημαντικά υψηλότερες τιμές από την αγορά, από θυγατρικές που βρίσκονται σε περιοχές με χαμηλή φορολογία προς θυγατρικές σε χώρες υψηλής φορολογίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα κέρδη ενός πολυεθνικού ομίλου μεταβιβάζονται σε περιοχές χαμηλής φορολογίας, γεγονός που ενισχύει τα περιθώρια κέρδους.
Εισαγωγή παρόμοιων προϊόντων σε υψηλότερες τιμές
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν στο Capital.gr ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου πολυεθνικές επιχειρήσεις, προκειμένου να παρακάμψουν τη νομοθεσία του υπουργείου Ανάκαμψης που ορίζει ότι μια επιχείρηση εφόσον προβεί σε ανατίμηση, δεν θα έχει το δικαίωμα να πραγματοποιήσει προωθητικές ενέργειες για τρεις μήνες, εισάγουν παρόμοιους κωδικούς προϊόντων, τα οποία παρουσιάζονται ως νέα στην ελληνική αγορά. Επομένως τοποθετούν εξαρχής στην αγορά υψηλότερη τιμή στο νεοεισερχόμενο προϊόν, χωρίς να θεωρείται ότι έχουν προβεί σε ανατίμηση, δεδομένου ότι πρόκειται για νέους κωδικούς. Μια πρακτική που μπορούν να εφαρμόσουν οι πολυεθνικές, οι οποίες διαθέτουν πολύ μεγάλη γκάμα προϊόντων και μπορούν να εισάγουν στην Ελλάδα κωδικούς που διακινούν σε άλλες χώρες του κόσμου, σε αντίθεση με τις ελληνικές επιχειρήσεις που δεν έχουν την ίδια δυνατότητα.
Σημαντικός παράγοντας που αυξάνει τα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων είναι και το γεγονός ότι έχουν τη δυνατότητα, λόγω του εκτοπίσματός τους, να προμηθεύονται πρώτες ύλες σε χαμηλότερες τιμές. Έτσι, τα εμπορικά τους κέρδη είναι εκ των πραγμάτων αυξημένα σε σχέση με τους Έλληνες παραγωγούς.
Από την άλλη πλευρά, στελέχη της αγοράς εξηγούν ότι η πρόθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη να διεκδικήσει τη διαχείριση του κέρδους των πολυεθνικών, ζητώντας παρέμβαση από την Κομισιόν, είναι ανέφικτη την παρούσα χρονική στιγμή. Υποστηρίζουν ότι είναι δύσκολο να μειωθούν αυτή τη στιγμή οι τελικές τιμές των προϊόντων τους, δεδομένου ότι ήδη οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν προϋπολογίζει την κερδοφορία τους για τη φετινή χρονιά, συνυπολογίζοντας κόστη λειτουργίας, προώθησης και διαφήμισης.
Σε ό,τι αφορά τη σύγκριση με άλλες χώρες, εάν παραλληλίσει κανείς, για παράδειγμα, την Ελλάδα με τη Γερμανία ιδίως στον κλάδο των καλλυντικών, τα προϊόντα, κατά τις ίδιες πηγές, είναι φθηνότερα με συγκεκριμένη αιτιολόγηση. Ο λόγος είναι ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Γερμανία απευθύνονται σε πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό σε σχέση με την Ελλάδα, όπου απευθύνονται σε πληθυσμό 10 εκατομμυρίων κατοίκων. Επομένως, το κόστος παραγωγής και διάθεσης προϊόντων για μια χώρα με το πληθυσμιακό εκτόπισμα της Γερμανίας είναι χαμηλότερο και οι τιμές στα ράφια επίσης πιο χαμηλές.
Σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή υψηλότερων τιμών από πλευράς πολυεθνικών στην Ελλάδα διαδραματίζει, εκτός των άλλων, το γεγονός ότι λειτουργούν ολιγοπωλιακά, χωρίς ισχυρό ανταγωνισμό στις κατηγορίες όπου δραστηριοποιούνται.
Τι είχε “δει” η Επιτροπή Ανταγωνισμού
Θα θυμίσουμε ότι σε έρευνα που παρουσίασε το 2023 η Επιτροπή Ανταγωνισμού εμφανιζόταν κατά 172% ακριβότερη η σκόνη πλυντηρίου ρούχων Ariel, σε σχέση με τη φθηνότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι η Αυστρία στο συγκεκριμένο προϊόν, ενώ η χώρα μας με βάση τα ίδια στοιχεία ήταν η ακριβότερη και στις κάψουλες Skip, Persil και Omo κατά 301,1% σε σχέση με την Ιρλανδία που είναι η φθηνότερη χώρα της Ε.Ε. Σε ό,τι αφορά το Skip σε σκόνη η τιμή του στην Ελλάδα είναι κατά 361% υψηλότερη από τη Σουηδία, όπου η τιμή ανά πλύση είναι στα 0,15 ευρώ έναντι 0,46 ευρώ που είναι στη χώρα μας η συσκευασία των 20 μεζουρών ή 0,26 ευρώ των 67 μεζουρών. Τα ευρήματα προέρχονταν από συγκριτική έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού στα κράτη-μέλη, με την οποία διερευνά τις τιμές στα απορρυπαντικά Ariel της Procter & Gamble (P&G), σε συσκευασίες pods και σε σκόνη (powder) και των προϊόντων Skip, Persil και OMO της Unilever σε συσκευασία pods και σε σκόνη (powder).
Καθοριστικός ο ρόλος της διαπραγματευτικής ισχύος
Να σημειωθεί ότι για τις πολυεθνικές η τοποθέτηση προϊόντων στα ράφια με υψηλότερες τιμές είναι εκ των πραγμάτων μια διαδικασία πιο απλή, λόγω της διαπραγματευτικής ισχύος που διατηρούν απέναντι στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, δεδομένων των υψηλών μεριδίων αγοράς που καταλαμβάνουν, γεγονός που καθιστά τα προϊόντα τους απαραίτητα για κάθε επιχείρηση λιανικής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα σούπερ μάρκετ δεν έχει τη δυνατότητα να πιέσει αδιάλλακτα μια πολυεθνική όπως η P&G ή η Unilever –στην καθεμία το υπουργείο Ανάπτυξης είχε επιβάλει πρόστιμο από 1 εκατ. ευρώ για παράβαση του πλαφόν περιθωρίου κέρδους– , διότι τα προϊόντα τους είναι απαραίτητα για τα ράφια του λόγω της ισχυρής μάρκας που έχουν χτίσει και της υψηλής προτίμησης που απολαμβάνουν σχεδόν από κάθε καταναλωτή.
Αντιθέτως, μικρότερου βεληνεκούς επιχειρήσεις είναι αυτές που εκ των πραγμάτων ακολουθούν στον τομέα τιμών τις πολυεθνικές, δεδομένου ότι η διαπραγματευτική τους ισχύς αλλά και τα μερίδια στην ελληνική αγορά είναι μικρότερα.
Πηγή: capital.gr