Θετικές προοπτικές, παρά τις προκλήσεις, «βλέπει» για την ελληνική οικονομία σε έκθεσή της η Eurobank.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται, η Scope Ratings, σε πρόσφατη αξιολόγησή της, επιβεβαίωσε τη θετική προοπτική για τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας διατηρώντας αμετάβλητη την αξιολόγηση της στην κατηγορία ΒΒΒ- (επενδυτική βαθμίδα), αντανακλώντας την ενισχυμένη θεσμική υποστήριξη από το Ευρωσύστημα και την ΕΕ, τη συνεχιζόμενη μείωση του δημόσιου χρέους και την επιτυχή μείωση του κινδύνου του τραπεζικού τομέα.
Η αξιολόγηση αυτή αναδεικνύει την πρόοδο της Ελλάδας στη βελτίωση των δημοσιονομικών και οικονομικών της δεικτών, παρά τις υπάρχουσες προκλήσεις που σχετίζονται κυρίως με το υψηλό δημόσιο χρέος, τους πολιτικούς κινδύνους και τα αδύνατα σημεία του τραπεζικού τομέα. Υπενθυμίζεται ότι η Fitch, η S&P, η DBRS αλλά και η Scope Ratings αναβάθμισαν όλες την Ελλάδα σε BBB- (επενδυτική βαθμίδα) μέσα στο β’ εξάμηνο του 2023, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή προοπτική της οικονομίας. Η Moody’s από την άλλη πλευρά, διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας στο “Ba1”, (ένα επίπεδο χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα) αναφέροντας ότι μελλοντικές αναβαθμίσεις εξαρτώνται από τη συνέχιση συνετής οικονομικής πολιτικής, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τις μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα.
Το περιθώριο των 10-ετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι των αντίστοιχων Γερμανικών τίτλων (Σχήμα 1) ανερχόταν στο 0,94% (94 μονάδες βάσης) στις 19/07/2024 από 1,04% στο τέλος του 2023 και 2,05% στο τέλος του 2022. Σημειώνεται ότι στο τέλος του 2022 η πιστοληπτική αξιολόγηση απείχε ακόμη από την επενδυτική βαθμίδα ενώ στο τέλος του 2023 η επενδυτική βαθμίδα ήταν ήδη πραγματικότητα. Αντίστοιχα, η διαφορά μεταξύ των περιθωρίων Ελλάδας και Πορτογαλίας και Ελλάδας και Ιταλίας είναι πλέον στο 0,38% και 0,33% αντίστοιχα.
Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά τη Scope Ratings, οι βασικοί λόγοι για την παραπάνω αξιολόγηση περιλαμβάνουν:
Την ενισχυμένη θεσμική υποστήριξη
Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα που αναφέρθηκαν είναι η ενισχυμένη υποστήριξη της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ιδιαίτερα μετά την πανδημία του COVID-19. Η χώρα επωφελείται σημαντικά από υποστηρικτικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές που εισήχθησαν από το Ευρωσύστημα και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Αυτή η αλλαγή είναι καθοριστική σε σχέση με την προηγούμενη εξαίρεση της Ελλάδας από τις νομισματικές δράσεις της ΕΚΤ, ενισχύοντας σημαντικά, τόσο την πρόσβαση στις αγορές, όσο και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – δημοσιεύθηκε μετά την αξιολόγηση από τη Scope Ratings – ο δανειοδοτικός μηχανισμός (συνολικό ύψος κεφαλαίων προς δανεισμό: €18,0 δισ.) του ΤΑΑ έχει σημειώσει ισχυρή απορρόφηση από τον ιδιωτικό τομέα. Μέχρι το τέλος Μαρτίου 2024, τα συμμετέχοντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είχαν υπογράψει 280 συμβάσεις δανείων με τελικούς δικαιούχους που χρησιμοποιούν τον δανειοδοτικό μηχανισμό του ΤΑΑ, συνολικού ύψους €4,8 δισ. Συνολικά, οι επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν μέσω του Δανειοδοτικού Μηχανισμού έφτασαν τα €11,0 δισ, εκ των οποίων το 42,7% χρηματοδοτήθηκε άμεσα μέσω του δανειακού μηχανισμού του ΤΑΑ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο δανειοδοτικός μηχανισμός του ΤΑΑ θα αυξήσει σημαντικά τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα έχει σωρευτική επίπτωση στο ΑΕΠ της τάξης του 5,3% έως το 2030.