«Μεγάλος αριθμός επαγγελματιών δηλώνει εισόδημα μικρότερο από αυτό που δηλώνουν οι υπάλληλοί του. Πόσο λογικό είναι ένας υπάλληλος -που κάποιες φορές αμείβεται με τον κατώτατο- να πληρώνει παραπάνω φόρους από το αφεντικό του;».
Με τα λόγια αυτά προϊδεάζουν στο υπουργείο Οικονομικών για τις εκ βάθρων αλλαγές που σχεδιάζουν στο σύστημα φορολόγησης. Ελεύθεροι επαγγελματίες, επιστήμονες και αυτοαπασχολούμενοι θα πρέπει να προετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν ένα νέο τοπίο στη φορολόγηση των εισοδημάτων τους όταν -τέλη Νοεμβρίου- έρθει στη Βουλή το νομοσχέδιο που θα αλλάζει άρδην το φορολογικό καθεστώς στη χώρα μας. Στο οικονομικό επιτελείο δεν θέλουν να καταφύγουν σε τεκμαρτούς τρόπους φορολόγησης. Ωστόσο θέλουν να θέσουν «λογικά κριτήρια» – το βασικότερο όλων είναι ότι θα πρέπει και οι ίδιοι οι αυτοαπασχολούμενοι, επαγγελματίες ή έμποροι, να δηλώνουν στην Εφορία ότι αποκομίζουν από την επιχείρησή τους ένα «λογικό εισόδημα», το οποίο ουσιαστικά δεν μπορεί να είναι κατώτερο από έναν ελάχιστο μισθό, όπως αυτός που δίνουν οι ίδιοι στους υπαλλήλους τους.
Το πρόβλημα που προσπαθούν να λύσουν στην κυβέρνηση δεν βρίσκεται στους συντελεστές και την κλίμακα φορολόγησης, όπως λανθασμένα δόθηκε κάποια στιγμή η εντύπωση. Κρύβεται στον τρόπο της φορολόγησης των επαγγελματιών. Γιατί ακόμα και αν αποκαλύπτονται τα συνολικά τους έσοδα (μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών, POS, myData κ.λπ.), πολλοί καταφέρνουν να ανεβοκατεβάζουν τα κέρδη τους κατά βούληση, βαπτίζοντας «επαγγελματικές δαπάνες» κάθε είδους έξοδα (!) που μειώνουν τα έσοδα.
Τι συμβαίνει σήμερα
■ Ενας μισθωτός πλήρους απασχόλησης που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (780 ευρώ μεικτά ή 650 καθαρά) φορολογείται για ετήσιο εισόδημα 9.100 ευρώ.
■ Αντιθέτως, οι 4 στους 5 επαγγελματίες δηλώνουν λιγότερα από όσα βγάζει ένας υπάλληλος που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό.
■ Ενας στους δύο επαγγελματίες δηλώνει κάθε χρόνο στην Εφορία πως έχει ζημίες και άρα μηδέν προσωπικό εισόδημα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που φέρνει στο φως το «business stories»:
■ Μηδενικό ή… υπό το μηδέν εισόδημα (αρνητικό/ζημίες) δηλώνουν 265.977 από τους 676.500 αυτοαπασχολούμενους (ΑΦΜ), δηλαδή το 40%.
■ Από 1 έως 5.000 ευρώ (λιγότερα από όσα βγάζει part time εργαζόμενος με μισθό 357 ευρώ καθαρά τον μήνα) δηλώνουν 170.244 ΑΦΜ (1 στους 4).
■ Εισόδημα 5.000 έως 10.920 ευρώ (όσα βγάζει μισθωτός που αμείβεται με 360 έως 780 ευρώ καθαρά) δηλώνουν 107.355 ΑΦΜ, δηλαδή ένας στους 6.
■ Πάνω από τον κατώτατο δηλώνουν ότι βγάζουν μόλις 133.000 επαγγελματίες, δηλαδή μόλις 1 στους 5!
Αλλο «ταμείο», άλλο «τσέπη»
«Δεν πάμε να αυξήσουμε τους φορολογικούς συντελεστές στους επαγγελματίες. Αντιθέτως, θα τους μειώσουμε για όλους αν περιοριστεί η φοροαποφυγή. Οσοι δηλώνουν παραπάνω από τους υπαλλήλους τους δεν θα έχουν πρόβλημα από τις αλλαγές αυτές», υποστηρίζουν στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι να μη δηλώνουν πλέον «εισοδήματα πείνας» οι… επαγγελματίες της φοροδιαφυγής-χαμηλότερα συνήθως και από εκείνα των υπαλλήλων τους- για να μην υπάρχουν πλέον φορολογούμενοι (φυσικά πρόσωπα) τρίτης κατηγορίας: δηλαδή μισθωτοί και συνταξιούχοι που πληρώνουν φόρους για όσα βγάζουν (φορολογητέο εισόδημα) από τη μια και επαγγελματίες που φορολογούνται μόνο… για όσα τους μένουν (καθαρά κέρδη). Αμεσα, με βάση το σχέδιο της κυβέρνησης, από το 2024 δεν θα εκπίπτουν δαπάνες που δεν δηλώνονται στο MyDATA.
Επιπλέον, τα έσοδα που δηλώνονται δεν μπορούν να υπολείπονται από αυτά που προκύπτουν από την ηλεκτρονική πληροφόρηση που έχει η Εφορία για τις εισπράξεις του φορολογούμενου.
Ωστόσο δεν λύνεται ούτε έτσι το χρόνιο πρόβλημα της έκπτωσηςδαπανών που αφορούν προσωπικά έξοδα και όχι έξοδα της επιχείρησης. Στο θέμα αυτό επιχειρείται να δοθεί ριζική λύση. Οχι με κάποιον ειδικό ή μαζικό αποκλεισμό δαπανών προς έκπτωση(«μαύρη λίστα» δαπανών προς απόρριψη από την Εφορία), αλλά με μια εξισορροπητική λύση μεταξύ κράτους και φορολογουμένου (τύπου περαίωσης ενδεχομένως ή κάτι ανάλογο), που πάντως δεν έχει υπάρξει άλλοτε στη χώρα μας. Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι ότι και οι επαγγελματίες θα μάθουν να ξεχωρίζουν την «τσέπη» τους από το «ταμείο» της επιχείρησης (φόρους, ΦΠΑ κ.λπ.).