Δύο πολύ σημαντικές αλλαγές στις παγκόσμιες αγορές μπορεί να προκαλέσει η στροφή της Ιαπωνίας προς μια πιο περιοριστική νομισματική πολιτική. Η πρώτη είναι η ευρύτερη άνοδος των επιτοκίων στις αγορές ομολόγων και η δεύτερη είναι ένα σημαντικό sell-off για τις επενδύσεις υψηλότερου κινδύνου, τα λεγόμενα risky assets.
H Bank of Japan (BoJ) είναι η κεντρική τράπεζα που έχει εφαρμόσει τη μεγαλύτερη σε διάρκεια περίοδο χαλαρής νομισματικής πολιτικής στον ανεπτυγμένο κόσμο. Μία περίοδος που δείχνει να φτάνει στο τέλος της, μετά τις αποφάσεις που έλαβε η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας στις 28 Ιουλίου, οι οποίες αποτελούν ορόσημο για τις παγκόσμιες χρηματαγορές.
Παρά την εκτίναξη του πληθωρισμού σε διεθνές επίπεδο και σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, η Ιαπωνία διατηρεί τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια αναφοράς στο -0,1%, καθώς ο πληθωρισμός δεν ξεπερνά το 3,2%, όντας πολύ χαμηλότερος από τον υπόλοιπο κόσμο. Στην τελευταία συνεδρίασή της, η BoJ αποφάσισε να παρεμβαίνει λιγότερο στις αγορές ομολόγων, επιτρέποντας στην απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου να ανέβει έως το 1%.
Στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η BoJ διατηρούσε το επιτόκιο στο 0,1% από το 2012 έως το 2016 και η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου διαμορφωνόταν μεταξύ 0,5% και 1%. Το 2016, σε μία περίοδο που η ιαπωνική οικονομία βρισκόταν σε φάση αποπληθωρισμού, η BoJ μείωσε το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο στο -0,1% και κλείδωσε την απόδοση του 10ετούς ομολόγου στο 0%, σε μια πρακτική που έγινε γνωστή ως έλεγχος της καμπύλης αποδόσεων ή Yield Curve Control (YCC).