Η εξαγορά της Chipita από τη Mondelez, που ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2022, είναι ένα από τα μεγαλύτερα deals των τελευταίων ετών, όχι μόνο λόγω του ύψους του τιμήματος. Η αμερικανική πολυεθνική απέκτησε τον ελληνικό όμιλο έναντι 2 δισ. δολάρια και ισχυρή παρουσία, παραγωγική και εμπορική, σε αγορές που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε μεγάλη διείσδυση.
Δύο χρόνια και τέσσερις μήνες μετά τις υπογραφές και 21 μήνες μετά την ολοκλήρωση του deal πολλά έχουν αλλάξει στην Chipita έτσι όπως τη γνωρίζαμε.
Μια μεγάλη λίστα εταιρειών πουλήθηκε σε εταιρείες του ομίλου Mondelez στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης του ομίλου και των δραστηριοτήτων του στη δομή και στις δραστηριότητες της αμερικανικής πολυεθνικής. Πρόκειται για τις: Chipita Saint Peterburg ZAO, Chipita Bulgaria SA, Chipita Romania SRL, Chipita Poland Sp.Zoo, Chipita Ukraine Trading ZBUT, Chipita Czech SR, Chipita YU a.d Belgrade, Chipita Hungary KFT, Chipita Germany Gmbh, Chipita Lefco LLC,Chipita Gida, Chipita UK LTD, EPTA America LLC, Chipita North America Holdings LLC, Chipita Slovakia S.R.O, Chipita Slovakia Trading S.R.O.
Παράλληλα, η Ανθέμια πουλήθηκε έναντι 10 ευρώ καταγράφοντας ζημιά 2,269 εκατ. ευρώ, ενώ από τον Ιούνιο του 2022 η Chipita Global μετονομάστηκε σε Mondelez Ελλάς Snacks Production Μονοπρόσωπη ΑΕ.
Ίσως όμως πιο σημαντικό για τη μητρική Mondelez, που έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αποκτήσει το «πετράδι του στέμματος» του επιχειρηματία Σπύρου Θεοδωρόπουλου, είναι τα ποσά που έχει εισπράξει τους τελευταίους μήνες από την εξαγορασθείσα εταιρεία. Συνολικά 273 εκατ. ευρώ σε μερίσματα.
Στις 10 Φεβρουαρίου του 2023 η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της Mondelez Ελλάς Snacks Production (πρώην Chipita Global) ενέκρινε τη διανομή των κερδών των χρήσεων 2019, 2020 και 2021 ποσού 82,920 εκατ. ευρώ στον μοναδικό μέτοχο της, ενώ τον περασμένο Αύγουστο η γενική συνέλευση ενέκρινε τη διανομή από τα καθαρά κέρδη του 2022 συνολικού ποσού 190,2 εκατ. ευρώ.
Πέρυσι ο τζίρος της εταιρείας υποχώρησε στα 91,351 εκατ. ευρώ από 106,2 εκατ. ευρώ το 2021 (11,4%), το κόστος πωληθέντων ανήλθε στα 72,124 εκατ. ευρώ από 70,665 εκατ. ευρώ ενώ το μικτό αποτέλεσμα περιορίσθηκε στα 19,227 εκατ. ευρώ από 35,535 εκατ. ευρώ. Την ίδια περίοδο τα κέρδη προ φόρων ξεπέρασαν τα 195,227 εκατ. ευρώ (το 2021 ήταν 4,933 εκατ. ευρώ) με τα καθαρά κέρδη στα 195,07 εκατ. ευρώ (4,335 εκατ. ευρώ το 2021), λόγω είσπραξης των μερισμάτων από την εκκαθάριση της μητρικής Chipita Cyprus Participation LTD.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας αποφάσισε από τη χρήση του 2022 και εφεξής την αλλαγή του πλαισίου τήρησης Λογιστικών Βιβλίων από Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς σε Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα. Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, έχει ως στόχο την λογιστική εναρμόνιση τήρησης των βιβλίων με την αντίστοιχη που ακολουθείται για τις λοιπές εταιρείες του ομίλου Mondelēz στην Ελλάδα.
Για την τρέχουσα χρήση η διοίκηση της εταιρείας δεν δίνει σαφή εικόνα για την πορεία των εργασιών της, ούτε για την εξέλιξη του κόστους παραγωγής και των τιμών των προϊόντων. Αν και προϊδεάζει για νέες ανατιμήσεις αναφέροντας: «τόσο η ελληνική όσο και η παγκόσμια οικονομία καλούνται τώρα να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις που σχετίζονται από την αύξηση των τιμών ενέργειας λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2022. Οι έντονες αυτές πληθωριστικές πιέσεις που οφείλονται, όπως αναφέραμε κυρίως στην αύξηση των τιμών της ενέργειας η οποία αποτελεί για την εταιρεία σημαντικό κοστολογικό στοιχείο που σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση των πρώτων υλών και των υλικών συσκευασίας καθώς και του μεταφορικού κόστους, οδηγεί σε αύξηση του συνολικού κόστους των προϊόντων μας που σαν κατάληξη έχουν την αύξηση των λιανικών τιμών στον καταναλωτή».
Με τον διευθύνοντα σύμβουλο Dirk Van de Put, του μητρικού ομίλου, της Mondelez International, να δηλώνει πριν από λίγες εβδομάδες στο Barclays Global Consumer Staples Conference «γίνεται πολλή συζήτηση ότι ο πληθωρισμός μειώνεται, αλλά δεν το βλέπουμε ακόμα». Ο ίδιος αναφερόμενος στα αρτοσκευάσματα είπε: «πιστεύουμε ότι υπάρχει μια ευκαιρία να προσφέρουμε περισσότερη αξία και πιο premium προσέγγιση. Σε αυτό πραγματικά επικεντρωνόμαστε. Πρέπει να είναι ένα πιο εξελιγμένο προϊόν υψηλής ποιότητας σε υψηλότερη τιμή με τα σωστά περιθώρια».
Σε ότι αφορά την ελληνική θυγατρική, η διοίκηση της, αναφέρει στις οικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα πως «η εταιρεία παρακολουθεί από κοντά όλες τις ως άνω εξελίξεις επανεκτιμώντας διαρκώς την κατάσταση και τις πιθανές επιπτώσεις της φροντίζοντας παράλληλα να λαμβάνονται έγκαιρα όλα τα αναγκαία μέτρα για τον μετριασμό τυχόν επιπτώσεων μέσω βελτίωσης του προγράμματος παραγωγής και του επανακαθορισμού του ύψους των αποθεμάτων πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει διαβεβαίωση ότι τέτοιες ενέργειες θα είναι ικανές να μετριάσουν τη διατάραξη της παραγωγής».
Στο πλαίσιο της μείωσης του κόστους ενέργειας η εταιρεία εξετάζει την δυνατότητα χρήσης πράσινης ενέργειας με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στο εργοστάσιο ΒΙΠΕ Λαμίας, μια επένδυση που θα είχε ως αποτέλεσμα και την εξοικονόμιση σημαντικού κόστους, αναφέρει η διοίκησή της χωρίς να δίνει περαιτέρω πληροφορίες.