Τη μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των νοικοκυριών που πλήττονται από την ακρίβεια, με τη μικρότερη δυνατή επίπτωση στα δημοσιονομικά πλεονάσματα της χρονιάς, επιχειρεί να επιτύχει η κυβέρνηση. Και επειδή οι ανάγκες και πιέσεις για νέα μέτρα στήριξης το φθινόπωρο θα είναι οξείες και έντονες (π.χ. για τρόφιμα, ενέργεια, καύσιμα, θέρμανση κτλ), επιχειρεί από νωρίς να μεγιστοποιήσει τις εισπράξεις από έμμεσους φόρους στα έσοδα που θα έχει η χώρα από τον εισαγόμενο τουρισμό.
Στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ποντάρουν πολλά στο ότι φέτος είναι το πρώτο πλήρως απαλλαγμένο από απαγορεύσεις Covid καλοκαίρι. Και εξ αιτίας του υψηλού τουριστικού ρεύματος, εκτιμούν ότι μέχρι τον Οκτώβριο το δημόσιο μπορεί να καταφέρει να εισπράξει από ΦΠΑ και μόνον, πάνω και 19 δισ. ευρώ.
Ένα ποσόν 19-20 δισ. ευρώ από εισπράξεις ΦΠΑ ως τον Οκτώβριο που θα στηρίζεται κυρίως στην άνοδο του Τουρισμού, εφόσον επιτευχθεί, θα αποτελεί ρεκόρ 15ετίας τουλάχιστον και σχεδόν 10% υψηλότερη επίδοση από τα 17,9 δισ. ευρώ που είχαν εισπραχθεί στο α΄ δεκάμηνο πέρυσι. Με τις εισπράξεις του ΦΠΑ Οκτωβρίου, “πέφτει” θεωρητικά η αυλαία για το 90% των εισπράξεων της τουριστικής σεζόν Μαΐου – Σεπτεμβρίου.
Στον αντίποδα, μέρος του αυξημένου ΦΠΑ που ρέει στα κρατικά ταμεία, θα κληθεί να καλύψει, κατά βάση, τρεις ανάγκες:
– Νέα μέτρα στήριξης και παροχές έως τέλους του έτους, πέραν όσων ήδη ψηφίστηκαν και θα εφαρμοστούν τον Σεπτέμβριο. Δεν είναι τυχαίο ότι και πέρυσι που τα συνολικά έσοδα από έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, ΕΦΚ κλπ) αυξήθηκαν 9 δισ. σε ένα χρόνο, κατά 9 δισ. αυξήθηκαν και οι παροχές για μέτρα στήριξης κλπ. Με άλλα λόγια, όσα βάζει στη μία τσέπ το κράτος, τα βγάζει και τα δίνει πάλι στην αγορά και την κοινωνία από την άλλη.
– Την υστέρηση εσόδων του Κράτους από Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, εξαιτίας του ότι οι Έλληνες δαπανούν μεν τα ίδια ή περισσότερα ευρώ για καύσιμα, αλλά περιόρισαν σημαντικά σε ποσότητα τις μετακινήσεις τους και σε όγκο (λίτρα) τις αγορές τους. Έτσι κερδίζει μεν ΦΠΑ το δημόσιο, αλλά χάνει από την άλλη σε ΕΦΚ.
– Να επιτύχει ως το τέλος άλλης μία πολύ δύσκολης χρονιάς διεθνώς, και ένα μικρό «περίσσευμα» (υπερπλεόνασμα) κυρίως για συμβολικούς και ψυχολογικούς λόγους, “για τα μάτια” των αγορών απόν τις οποίες επιζητεί “ψήφο εμπιστοσύνης” η Ελλάδα.