«Περισσότερα σε αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη, χωρίς να αλλάζει το κονδύλι του Προϋπολογισμού», είναι η βάση πάνω στην οποία κινείται ο σχεδιασμός των συναρμόδιων υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Κοινωνικής Συνοχής, για τα κοινωνικά επιδόματα, που χορηγούνται κυρίως μέσω ΟΠΕΚΑ.
Δύο είναι τα στοιχεία που καθιστούν μονόδρομο τον επανακαθορισμό των κριτηρίων χορήγησης των εν λόγω επιδομάτων αλλά και τη στόχευση τους.
«Όχι στα τυφλά»
Κατ’ αρχάς, παρά το κόστος των περίπου 670 εκ ευρώ ανά τρίμηνο- δηλαδή περί τα 2,7 δισ ευρώ ετησίως- η συμβολή τους στον περιορισμό των ποσοστών φτώχειας είναι αναλογικά μάλλον μικρότερη του αναμενόμενου. Η τελευταία σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ έδειξε ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 45,1% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,1%, δηλαδή κατά 22 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες.
Τι γίνεται όταν συνυπολογίζονται όλα τα κοινωνικά επιδόματα (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, επίδομα στέγασης, επίδομα θέρμανσης, επιδόματα τέκνων, βοηθήματα ανεργίας, αναπηρικά κλπ); Ο κίνδυνος φτώχειας περιορίζεται κατά μόλις 4,2 ποσοστιαίες μονάδες, στο 18,9%. Συμπέρασμα; Η διάχυση τους δεν φέρνει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.
Δεύτερο στοιχείο, που αναδείχθηκε κυρίως μετά την ψήφιση των μέτρων για τη φοροδιαφυγή το περασμένο Φθινόπωρο, είναι η ανάγκη πρόσθετων προϋποθέσεων για τους δικαιούχους επιδομάτων.
Η θεσμοθέτηση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος στους επαγγελματίες, άφησε “εκτός” κοινωνικών επιδομάτων χιλιάδες επιτηδευματίες, που δήλωναν πολύ χαμηλά εισοδήματα, άρα δικαιούνταν τα αντίστοιχα επιδόματα. Το όφελος των 100 εκ ευρώ είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη, είναι η επιβεβαίωση της ανάγκης πρόβλεψης κι άλλων κριτηρίων, πέραν των εισοδηματικών, που θα λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλείδες για όσους μπορούν και παίρνουν επιδόματα, απλά φοροδιαφεύγοντας.