Τη διατήρηση της υψηλής ανάπτυξης καθώς και της πτωτικής πορείας του χρέους επισημαίνει στην έκθεσή του για την Ελλάδα το ΔΝΤ, ζητώντας την περαιτέρω ενίσχυση των τραπεζών και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Η καθιερωμένη αξιολόγηση της χώρας στο πλαίσιο του άρθρου IV από το ΔΝΤ τονίζει ότι οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία έχουν μετριαστεί παρά το περιβάλλον του ακόμα υψηλού πληθωρισμού, των γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή, των υψηλών επιτοκίων και του υφιστάμενου ακόμα εξαιρετικά υψηλού λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Οι οικονομολόγοι του Ταμείου προβλέπουν ανάπτυξη 2,3% για το 2023 και 2,1% για το 2024, ενώ σημειώνουν ότι το ύψος του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές έχει πλέον επανέλθει στα επίπεδα προ της πανδημίας. Από το 2025 προβλέπουν υποχώρηση της ανάπτυξης στο 1,6%, που θα επιβραδυνθεί στη συνέχεια στο 1,4% το 2026 και θα σταθεροποιηθεί στο 1,2% από το 2026 και μετά. Σε άλλο σημείο της έκθεση τονίζεται πάντως ότι η επίμονη η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν ενταχθεί στο ελληνικό πρόγραμμα για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να βελτιώσει τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Οδηγοί της ανάπτυξης, εκτός από την ιδιωτική κατανάλωση η οποία θα παραμείνει υψηλή λόγω και της σταδιακής αύξησης των εισοδημάτων, θα είναι σύμφωνα με το ΔΝΤ οι εξαγωγές και τα κονδύλια από το Ταμεία Ανάκαμψης καθώς και οι άμεσες ξένες επενδύσεις. Μάλιστα προβλέπει ότι οι επενδύσεις θα φτάσουν το 15,4% του ΑΕΠ και θα συνεχίσουν να αυξάνονται, φτάνοντας το 17% του ΑΕΠ το 2028. Όπως τονίζουν στο ΔΝΤ, μέρος της ταχύτερης ανάκαμψης της οικονομίας είναι αποτέλεσμα της αντίστοιχης ανάκαμψης των τουριστικών εισπράξεων το 2022 και το 2023.
Στο κρίσιμο μέγεθος του πληθωρισμού, το ΔΝΤ προβλέπει πτωτική πορεία με τον πληθωρισμό σε όρους εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή να υποχωρεί από το 4,3% το 2023 στο 2,8% για φέτος και στο 2,2% το 2025, με προοπτική να φτάσει στο 2% στο τέλος του 2026. Υπογραμμίζει ωστόσο ότι μια νέα κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα νέα αύξηση των τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού, επηρεάζοντας αρνητικά και τις προοπτικές ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερη έμφαση στην έκθεσή του δίνει το ΔΝΤ στην περαιτέρω ενίσχυση των εμπορικών τραπεζών. Σημειώνει αρχικά ότι η μείωση των κόκκινων δανείων έχει επιβραδυνθεί αλλά αναμένεται να ανακάμψει με τη νέα ενεργοποίηση του σχεδίου “Ηρακλής” από την Κυβέρνηση. Σε ό,τι αφορά την πιστωτική επέκταση παρατηρεί την επιβράδυνση λόγω των αυξημένων επιτοκίων της ΕΚΤ, αλλά σημειώνει και τη συνεχή αύξηση των τιμών των κατοικιών.
Απέναντι σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων για περίοδο υψηλότερη από όσο αναμενόταν, το ΔΝΤ καλεί μέρος από τα κέρδη που είχαν οι τράπεζες κατά τη διάρκεια της ανόδου των επιτοκίων να μετατραπούν σε αποθεματικά για το επόμενο διάστημα. Παράλληλα, ζητά προληπτικές δράσεις απέναντι στο ενδεχόμενο αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Καλεί επίσης τους επόπτες των τραπεζών να παρακολουθούν στενά την ισορροπία κρατικών ομολόγων και δανείων που έχουν στο χαρτοφυλάκιο τους οι τράπεζες, προκειμένου να μην προκύψουν προβλήματα μελλοντικά με την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, το ΔΝΤ υπογραμμίζει τη δέσμευση των ελληνικών αρχών σε πρωτογενή πλεονάσματα άνω το 2% του ΑΕΠ η οποία θα ενισχύσει την καθοδική πορεία του χρέους. Τονίζεται πάντως ότι θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι δαπάνες για το δημόσιο (συμπεριλαμβανομένων και των μισθών) να συγκρατούνται σε ανεκτά επίπεδα, ώστε να υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για δημόσιες επενδύσεις και στοχευμένη κοινωνική πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση το ΔΝΤ προβλέπει ότι η Ελλάδα θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% για το 2023, το οποίο θα αυξηθεί φέτος στο 2,1% του ΑΕΠ και θα διατηρηθεί σε αυτό το ύψος τουλάχιστον μέχρι 2028, που συνιστά το χρονικό όριο της “έρευνας”.
Χαιρετίζει ακόμα την προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για την αύξηση δημοσίων εσόδων, αρχικά μέσα από την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων και ακολούθως μέσω της ψηφιοποίησης και την αύηση των φορολογικών ελέγχων από την ΑΑΔΕ.
Τέλος, το ΔΝΤ επιβεβαιώνει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. η οποία βασίζεται στο πολύ ευνοϊκό προφίλ του, τις πολύ χαμηλές δαπάνες χρηματοδότησης και την περίοδο χάριτος που βρίσκεται σε ισχύ για τα δάνεια του επίσημου τομέα. Ως μοναδικό κίνδυνο για το ελληνικό χρέος το ΔΝΤ βλέπει μια ακραία οικονομική κρίση, η οποία θα αύξανε τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες πάνω από το 20% του ΑΕΠ.
Καλεί επίσης τους διαχειριστές του χρέους σε ενεργή διαχείριση ώστε να μην αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης λόγω των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ.