Το πασχαλινό τραπέζι είναι πλούσιο σε γεύσεις και αρώματα που περιμένουμε έναν ολόκληρο χρόνο. Όμως, όσο κι αν θέλουμε να τα απολαύσουμε όλα, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τι περιέχουν τα αγαπημένα μας εδέσματα και πώς μπορούμε να τα καταναλώσουμε χωρίς υπερβολές.
Το αρνί, βασικό στοιχείο του πασχαλινού γεύματος, είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας, αλλά ταυτόχρονα περιέχει σημαντική ποσότητα κορεσμένων λιπαρών οξέων και χοληστερόλης. Ανά 100 γραμμάρια ψητού αρνιού (χωρίς ορατό λίπος) αποδίδονται περίπου 294 kcal, με ~25 g πρωτεΐνης, 21 g λίπους και ~90 mg χοληστερόλης. Αν επιλέξουμε ένα κομμάτι χωρίς πολύ λίπος, όπως το μπούτι, και περιοριστούμε σε μια μερίδα των 150-200 γραμμαρίων, μπορούμε να απολαύσουμε τη γεύση του χωρίς να επιβαρύνουμε σημαντικά τη διατροφή μας.
Το κοκορέτσι έχει ιδιαίτερα υψηλή θερμιδική και λιπιδαιμική αξία. Εκτιμάται ότι 100 g κοκορετσιού αποδίδουν 350-450 kcal, με περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά που μπορεί να ξεπερνά τα 15 g. Παρά τη θρεπτική του αξία ως πηγή σιδήρου, βιταμινών του συμπλέγματος Β και λιποδιαλυτών βιταμινών (A, D), η υψηλή του χοληστερόλη (>200 mg/100 g), η υψηλή του περιεκτικότητα σε λιπαρά και χοληστερόλη σημαίνει ότι καλό είναι να το καταναλώσουμε σε μικρή ποσότητα – ειδικά αν έχουμε υψηλή χοληστερίνη ή προβλήματα καρδιάς.
Το βραστό αυγό, με περίπου 70-80 kcal ανά τεμάχιο, αποτελεί τροφή υψηλής διατροφικής αξίας. Ένα αυγό παρέχει 6-7 g πρωτεΐνης, λιπαρά (5-6 g, εκ των οποίων ~1,5 g κορεσμένα) και περίπου 186 mg χοληστερόλης. Η μέτρια κατανάλωση (1-2 αυγά την ημέρα, ανάλογα με το υπόλοιπο διαιτολόγιο) είναι αποδεκτή από τις νεότερες διαιτητικές οδηγίες, ιδίως όταν συνδυάζεται με ισορροπημένο τρόπο ζωής.
Από διατροφικής πλευράς, η προσέγγιση του πασχαλινού τραπεζιού θα πρέπει να στηρίζεται στην ποιοτική επιλογή των τροφών, στον έλεγχο της ποσότητας, και στη συμπερίληψη φυτικών ινών (μέσω σαλατών, ψητών λαχανικών και συνοδευτικών). Η αυξημένη πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών και χοληστερόλης μπορεί να οδηγήσει σε προσωρινή μεταγευματική υπερτριγλυκεριδαιμία ή υπεργλυκαιμία, ειδικά σε ευπαθείς ομάδες. Τέλος, σημαντική είναι και η υγειονομική ασφάλεια των τροφίμων, ιδιαίτερα στα προϊόντα εντοσθίων.
Η κατανάλωση των πασχαλινών εδεσμάτων μπορεί να ενταχθεί σε μια ισορροπημένη διατροφή, αρκεί να τηρούνται οι βασικές αρχές της μέτριας κατανάλωσης, της ποικιλίας και της ισορροπίας. Η επάνοδος στις συνήθεις διατροφικές ρουτίνες τις επόμενες ημέρες, καθώς και η ενίσχυση της φυσικής δραστηριότητας, συμβάλλουν στον περιορισμό των επιπτώσεων της υπερκατανάλωσης.
Πηγή: capital.gr