«Η Ελλάδα λέει «ναι» στην καινοτομία και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σταθερά και δυναμικά τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών, αλλά με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κανόνες».
Την ξεκάθαρη αυτή θέση κατέθεσε στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας στις Βρυξέλλες, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λευτέρης Αυγενάκης, σε παρέμβασή του για τις νέες γονιδιωματικές τεχνικές, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να βρεθεί σε μειονεκτική θέση απέναντι σε άλλες μεσογειακές χώρες, σε σχέση με το ζήτημα αυτό.
Ανάμεσα στις προϋποθέσεις και τους κανόνες που επισήμανε ο ΥπΑΑΤ για την ανάπτυξη των νέων γονιδιωματικών τεχνικών είναι:
1. Η εξαίρεση των νησιωτικών και ορεινών περιοχών.
2. Από τη στιγμή που η Προεδρία προτείνει ότι κάθε Κράτος Μέλος θα πρέπει να διαθέτει όλα τα νόμιμα μέσα για να εξασφαλίσει και να εφαρμόσει προσαρμοσμένους και ειδικούς κανόνες συνύπαρξης για τις βιολογικές καλλιέργειες, αυτό θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα απαγόρευσης της καλλιέργειας των νέων αυτών φυτών σε περιοχές όπου η συνύπαρξη είναι πρακτικά ή οικονομικά μη εφικτή ή ανεπιθύμητη.
3. Για την Ελλάδα η κατοχύρωση με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των τεχνικών αυτών, παραμένει «κόκκινη γραμμή» και το φυτικό υλικό από αυτές τις νέες τεχνικές θα πρέπει να εξαιρείται από τις ρυθμίσεις της σχετικής Οδηγίας.
4. Τα φυτά νέων γονιδιωματικών τεχνικών, κατηγορίας 1, σύμφωνα με το πνεύμα και την προσέγγιση του παρόντος κανονισμού θεωρούνται συμβατικά φυτά και συνεπώς θα πρέπει να υπόκεινται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων των φυτικών ποικιλιών, ενθαρρύνοντας έτσι την αποδοχή της καινοτομίας και υποστηρίζοντας την ευρεία χρήση των νέων ποικιλιών.
Επίσης σε ό,τι αφορά τον κανονισμό για την παραγωγή και εμπορία φυτικού και δασικού αναπαραγωγικού υλικού, ο ΥπΑΑΤ είπε ότι η Ελλάδα συμφωνεί με την πρόταση της ΕΕ και χαιρετίζει τον διαχωρισμό μεταξύ φυτικού και δασονομικού αναπαραγωγικού υλικού αλλά και με τη δομή τους που προσδίδει έμφαση στην εμπορία και στην ποιότητα του πολλαπλασιαστικού υλικού. Αναφερόμενος στις παρεκκλίσεις είπε ότι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη θεμελιώδη στοιχεία αναφορικά με τους φυτοϋγειονομικούς κινδύνους και τις περιορισμένες ποσότητες.