Σχεδόν πλήρη συμφωνία στο ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2% από φέτος μέχρι και το 2026 είχαν οι εκτιμήσεις τόσο του ΔΝΤ όσο και του ΙΟΒΕ που δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσα στην ε βδομάδα.
Ωστόσο οι εκτιμήσεις αυτές έχουν προϋποθέσεις. Η πρώτη και κύρια από αυτές είναι η περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων. Οι υψηλότερες επενδύσεις θα καλύψουν σταδιακά το κενό των περίπου 100 δισ. ευρώ που έχει δημιουργήσει η πολυετής οικονομική κρίση της περιόδου 2009-2018.
Στην παρούσα φάση, το ΙΟΒΕ και – παλαιότερα – η Τράπεζα της Ελλάδας, επισημαίνουν την σημασία που έχει η ορθή και έγκαιρη αξιοποίηση των 36 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τούτο με δεδομένο ότι η Ελλάδα έχει πάρει ήδη το 50% των πόρων που έχει εξασφαλίσει (τα 18,1 από τα 36 δισ. ευρώ), τα οποία όμως θα πρέπει να γίνουν δαπάνες για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
Παράλληλα, ο αγώνας δρόμου συνεχίζεται για να εισπραχθούν και τα υπόλοιπα 18 δισ. ευρώ μέχρι και το τέλος του 2026 και φυσικά, να γίνουν και αυτά επενδύσεις. Συνολικά, μαζί με τις επενδύσεις από το ΕΣΠΑ, η Ελλάδα θα πρέπει τα επόμενα δύο χρόνια να υλοποιήσει Προγράμματα Δημοσίων Επενδύσεων ύψους 15 δισ. ευρώ για κάθε ένα από τα δύο χρόνια. Δηλαδή να προχωρήσει σε δημόσιες επενδύσεις συνολικού ύψους 30 δισ. ευρώ.
Ένα δεύτερο θέμα που έθιξαν εμμέσως στις εκθέσεις τους, τόσο το ΔΝΤ όσο το ΙΟΒΕ, είναι το θέμα της ιδιωτικής κατανάλωσης. Και το ελληνικό ίδρυμα, αλλά και ο διεθνής οργανισμός, αναγνωρίζουν ότι για την Ελλάδα η ιδιωτική κατανάλωση είναι βασικός συντελεστής ανάπτυξης, αφού παράγει το 65-67% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κάθε χρόνο.
Το ΙΟΒΕ, παρατηρούσε ότι για άλλη μια χρονιά, το 2024, η ιδιωτική κατανάλωση θα ξεπεράσει την πρόβλεψη για αύξηση 1,3% και θα στηρίξει το ΑΕΠ, με αύξηση που θα φτάσει τελικά το 1,7%. Τούτο παρά τα υψηλά – ακόμη – επιτόκια δανεισμού του ευρώ, που δεν ευνοούν τις μεγαλύτερες επενδύσεις και το – επίσης υψηλό – επίπεδο τιμών που έχει διαμορφωθεί από τις ανατιμήσεις των περασμένων 2,5 ετών.
Ακόμη ένα σημείο, στο οποίο συμφωνούσαν οι δύο οργανισμοί για την Ελλάδα και συνδέεται και με ένα από τελευταία δομικά προβλήματα που πρέπει να λύσει η ελληνική οικονομία, είναι το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το συνολικό έλλειμμα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας με τις χώρες με τις οποίες συναλλάσσεται, αποτελεί εκτός από απόδειξη της χαμηλής παραγωγικής βάσης της οικονομίας εμπόδιο στην επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Επίσης, το ΙΟΒΕ λίγο αναλυτικότερα και πιο περιγραφικά το ΔΝΤ, ανέφεραν ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πλήττει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και το ΑΕΠ.
Βεβαίως, η αλλαγή αυτής της κατάστασης απαιτεί χρόνο και κυρίως παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, οι οποίες σε κάποιο χρονικό σημείο θα ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών με τις εξαγωγές.
Προηγουμένως όμως, θα πρέπει η Ελλάδα να αυξήσει όσο το δυνατό περισσότερο τις παραγωγικές της επενδύσεις, οι οποίες όμως με τη σειρά τους θα αύξαναν και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λόγω αυξημένων αναγκών εισαγωγών.
Αυτό επισημαίνει άλλωστε και το ΔΝΤ, το οποίο στις προβλέψεις του προβλέπει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών, θα μειωθεί μεν μαζί με την ανάπτυξη, αλλά όχι κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ, μέχρι και το τέλος του 2029.
Πηγή: capital.gr