“Μικρό καλάθι” κρατούν όσοι δραστηριοποιούνται στον τομέα της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αλλά και φορείς της αγοράς ακινήτων, αναφορικά με το πόσα τελικά ακίνητα θα επιστρέψουν στην μακροχρόνια μίσθωση και κυρίως σε τιμές προσιτές για το ευρύ κοινό.
Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνουν, ούτως ή άλλως, κάθε χρόνο, περίπου 5% της προσφοράς επιστρέφει στην μακροχρόνια, είτε επειδή το ακίνητο δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα έσοδα, είτε επειδή ο ιδιοκτήτης του δεν έχει τον χρόνο, ή τις αντοχές να το διαχειριστεί ο ίδιος κι έτσι προτιμά να το αξιοποιήσει μέσω μακροχρόνιας μίσθωσης.
“Δεν πιστεύουμε ότι το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί λόγω της φοροαπαλλαγής που παρέχεται για τρία χρόνια. Ακόμα όμως κι αν όντως δούμε λίγα περισσότερα ακίνητα να επιστρέφουν από την βραχυχρόνια, στην μακροχρόνια μίσθωση, το σίγουρο είναι πως τα ενοίκια που θα ζητηθούν, δεν θα είναι προσιτά, μιας και θα πρόκειται για διαμερίσματα ανακαινισμένα πλήρως, εξοπλισμένα κι επιπλωμένα”, σημειώνει ο κ. Νάσος Γαβαλάς, πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων (STAMA). Στην πράξη, όπως έχει φανεί μέχρι σήμερα, τα ακίνητα αυτά εκμισθώνονται έναντι ενοικίων, που είναι 20-30% υψηλότερα από ένα κενό διαμέρισμα στην ίδια περιοχή, ακριβώς επειδή βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση, από πλευράς ποιοτικών προδιαγραφών.
Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Γαβαλά, θα είναι τελικά λίγα τα επιλέξιμα ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης που θα μπορούν να επιστρέψουν στην μακροχρόνια, ώστε να επωφεληθούν της φοροαπαλλαγής για τρία χρόνια. Αυτό συμβαίνει, επειδή ορίστηκε ότι θα πρέπει το κάθε ακίνητο να είναι ενεργό στις πλατφόρμες για τα τρία προηγούμενα χρόνια, κάτι δύσκολο. Κατά τον ίδιο, “όσο περισσότερους αφορά το μέτρο, τόσο καλύτερα θα είναι τα αποτελέσματα, αλλά με τις προϋποθέσεις που τέθηκαν, θα είναι δύσκολο να βρεθούν πολλά ακίνητα”.
Ασφαλώς, με δεδομένο το έλλειμμα διαθέσιμων προς ενοικίαση ακινήτων στην αγορά, η προσθήκη έστω κι αυτών των πιο ακριβών ακινήτων, θα προσθέσει περισσότερες επιλογές, έστω σε πιο υψηλές τιμές. Φέτος, υπολογίζεται ότι στο κέντρο της Αθήνας, ο αριθμός των καταλυμάτων, αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 15-20%, παρότι νωρίτερα εντός του έτους, ψηφίστηκαν και παρεμβάσεις φορολογικού χαρακτήρα, επιβάλλοντας και τέλος επιτηδεύματος ανά ακίνητο, ενώ όσοι έχουν τουλάχιστον τρία ακίνητα, υποχρεώθηκαν να συστήσουν εταιρεία.
Ωστόσο, όπως τονίζεται από στελέχη της κτηματαγοράς, το ζητούμενο είναι να ασκηθεί πίεση στους ιδιοκτήτες, που σήμερα επωφελούνται από την χαμηλή προσφορά και πετυχαίνουν ενοίκια 600 ευρώ και πάνω, για διαμερίσματα, που υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έπρεπε να μισθωθούν για πάνω από 350-450 ευρώ, ανάλογα με την περιοχή. Επομένως, ο μόνος τρόπος για να υπάρξει αποτέλεσμα στο “μέτωπο” των προσιτών τιμών ενοικίασης, είναι να υποχρεωθούν οι ιδιοκτήτες αυτοί να μειώσουν τις απαιτήσεις τους. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό, είναι να αυξηθεί απότομα η προσφορά, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Ωστόσο, όπως εκτιμάται αυτό δεν θα γίνει με τα τωρινά μέτρα, τουλάχιστον στο σκέλος που αφορά τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Στην πράξη, στην αγορά θεωρούν ότι ίσως αυτά λειτουργήσουν αποθαρρυντικά για κάποιους ιδιοκτήτες, ή επενδυτές, που πιθανώς να ήθελαν να δραστηριοποιηθούν στη συγκεκριμένη αγορά. Επομένως, πιο πιθανό είναι να “αναχαιτιστεί” μια περαιτέρω αύξηση των καταλυμάτων, παρά να αφαιρεθούν καταλύματα από την αγορά και να μεταφερθούν στην μακροχρόνια ενοικίαση. Αυτό θα επιτευχθεί και με την απαγόρευση που θα ισχύσει για 12 μήνες, από την 1η Ιανουαρίου του 2025 στα πρώτα τρία διαμερίσματα του Δήμου Αθηναίων, όπου άλλωστε συγκεντρώνεται περίπου το 60-70% της συνολικής προσφοράς καταλυμάτων στην Αττική.
Ακόμα όμως και σε αυτά τα σημεία, όπου όντως υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση καταλυμάτων, αυτή δεν ξεπερνά τα 8.000 – 10.000 ακίνητα, τη στιγμή που τα κλειστά διαμερίσματα μόνο στο κέντρο της Αθήνας, υπολογίζονται σε 100.000, ενώ κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι συνολικά στην Αττική, είναι πιθανό να υπάρχουν ακόμα και 400.000 κλειστές κατοικίες!
Πηγή: capital.gr