Η Ελλάδα δεν υπερψήφισε την πρόταση του βασικού κανονισμού για τις αλιευτικές δυνατότητες και τις ποσοστώσεις, που έγινε στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας.
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Λευτέρης Αυγενάκης, στην παρέμβασή του κατά τη συζήτηση επί των προτάσεων των κανονισμών για τις αλιευτικές δυνατότητες 2024, 2025 και 2026 σε Ατλαντικό και Βόρεια Θάλασσα και 2024 σε Μεσόγειο και Εύξεινο Πόντο κατέστησε σαφές ότι η πρόταση δεν διασφαλίζει την προστασία του αποθέματος και τη βιωσιμότητα του χελιού. Παράλληλα, εξέφρασε την ανησυχία του για την παράνομη αλιεία από τρίτες χώρες και ζήτησε την αποτελεσματική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ.
Όπως εξήγησε ο Έλληνας υπουργός «πάγια θέση της Ελλάδας στα θέματα των αλιευτικών αποθεμάτων είναι ο σεβασμός στην επιστημονική γνωμοδότηση, συνεκτιμώντας όμως τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις».Σύμφωνα λοιπόν με τη θέση αυτή ο Κανονισμός 1100 του 2007, αποτελεί το βασικό εργαλείο διαχείρισης και προστασίας του αποθέματος του ευρωπαϊκού χελιού και κάθε αλλαγή στη διαχείριση του είδους με την εισαγωγή νέων μέτρων, οφείλει να συμφωνεί με τα προβλεπόμενα σε αυτόν, ή να προκύπτει με σαφήνεια από αυτόν, μετά από πιθανή μελλοντική τροποποίησή του. Όπως σημείωσε ο ΥπΑΑΤ, με την αποσπασματική εισαγωγή μέτρων μέσω του βασικού Κανονισμού για τις ποσοστώσεις, «δεν εξασφαλίζεται η ολιστική προστασία του αποθέματος του είδους αυτού σε όλο το εύρος εξάπλωσης και σε όλα τα στάδια ζωής του, ελλοχεύοντας κινδύνους για τη βιωσιμότητά του».
Πεποίθηση της Ελλάδας, όπως διατυπώθηκε από τον Έλληνα υπουργό, είναι ότι «η αλιεία το γιαλόχελο θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει τη βιωσιμότητα της υδατοκαλλιέργειας χελιού – μίας ελεγχόμενης και αδειοδοτημένης δραστηριότητας – που συμβάλλει σημαντικά με το προϊόν της στην προστασία του ευρωπαϊκού χελιού. Το προϊόν της λειτουργεί ανταγωνιστικά έναντι του προϊόντος της παράνομης αλιείας και εμπορίας ευρωπαϊκού χελιού, δεδομένης της μεγάλης ζήτησης για το είδος στην αγορά».
Επίσης, ο Λευτέρης Αυγενάκης τόνισε ότι θεωρεί απαραίτητη την επέκταση του Ταμείου Θάλασσας και Αλιείας, ώστε να μπορούν να ενισχύονται από αυτό οι εμπλεκόμενοι αλιείς και υδατοκαλλιεργητές χελιού σε περίπτωση απώλειας των εισοδημάτων τους, όπως προβλέπεται από τα μέτρα του Άρθρου 13 για τη Μεσόγειο.
Με βάση όλα τα παραπάνω ο Λευτέρης Αυγενάκης κατέστησε σαφές ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να υπερψηφίσει την πρόταση του βασικού κανονισμού για τις αλιευτικές δυνατότητες και τις ποσοστώσεις».
Διευκρίνισε δε, ότι η χώρα μας λαμβάνει τη συγκεκριμένη θέση διότι δεν επιτρέπει δυσμενείς επιπτώσεις στους αλιείς μας, που δραστηριοποιούνται στον τομέα του χελιού. Επίσης, παρότι δεν έχουμε ιδιαίτερες ανησυχίες για τις περιοχές όπου δραστηριοποιείται ο ελληνικός αλιευτικός στόλος, ωστόσο συμμεριζόμαστε τις χώρες της Δυτικής Μεσογείου που καλούνται να αντιμετωπίσουν δυσμενή σενάρια.
Επί πλέον ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων εξέφρασε την ανησυχία της χώρας μας για τη δράση αλιευτικών στόλων τρίτων χωρών, ειδικά όσον αφορά σε θέματα καταπολέμησης της Παράνομης Λαθραίας και Άναρχης αλιείας στα θαλάσσια ύδατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χαρακτηρίζοντάς το «πολύ σοβαρό και μακροχρόνιο πρόβλημα», που έχει αρνητικό αντίκτυπο μεταξύ άλλων και «στη βιωσιμότητα των αποθεμάτων». Και ζήτησε την αποτελεσματική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης «προκειμένου να υπάρχει δικαιοσύνη και να διασφαλίζονται οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για τους αλιείς μας».