Η φορολόγηση των κρυπτονομισμάτων απασχολεί τις φορολογικές διοικήσεις όλων των χωρών της Ε.Ε., αλλά και παγκοσμίως, καθώς σήμερα πουθενά δεν υπάρχει σχετικό πλαίσιο για τη φορολογική αντιμετώπισή τους. Όχι μόνο για τις υπεραξίες που δημιουργούνται, αλλά και για αυτούς που “πωλούν” κρυπτονομίσματα και τις διαδικασίες του ελέγχου.
Κάποιος μπορεί να θησαυρίσει, αλλά ουδείς θα ασχοληθεί μαζί του. Η Ε.Ε. φαίνεται ότι σχεδιάζει κοινοτική οδηγία, αλλά η έκδοσή της θα καθυστερήσει σημαντικά. Αντίθετα, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, όπως ανακοίνωσε σε συνέδριο η γενική γραμματέας Φορολογικής Πολιτικής, Μαίρη Ψύλλα, σύντομα θα συγκροτήσει νέα επιτροπή, η οποία θα μελετήσει το ζήτημα της φορολογικής αντιμετώπισης των κρυπτονομισμάτων και θα προτείνει λύσεις.
Σημειώνεται ότι στις 27 Φεβρουαρίου 2024 απόφαση του υπουργού Οικονομικών όριζε τη συγκρότηση ομάδας εργασίας “για τον καθορισμό πλαισίου φορολόγησης και ελέγχου των κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων (digital assets)”.
Στις 8 Αυγούστου, ωστόσο, με απόφαση που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ, η ομάδα εργασίας καταργήθηκε, δεδομένης “της ανάγκης επανεξέτασης του αντικειμένου της ομάδας εργασίας”. Με αυτά τα δεδομένα, σήμερα στο ισχύον φορολογικό πλαίσιο δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη φορολόγησης των κερδών από αγοραπωλησίες κρυπτονομισμάτων, ενώ θολό παραμένει το τοπίο και αναφορικά με την κάλυψη τεκμηρίων από σχετικές υπεραξίες.
Το μοναδικό που υπάρχει είναι μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία στις αγοραπωλησίες κρυπτονομισμάτων δεν επιβάλλεται ΦΠΑ. Με την απόφαση στην υπόθεση C-264/14, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κρυπτονομισμάτα αποτελούν συνάλλαγμα, γιατί ο κύριος σκοπός τους είναι να χρησιμοποιούνται ως μέσο πληρωμής, και έκρινε ότι οι συναλλαγές ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων με συμβατικά νομίσματα, αλλά και το αντίθετο, θεωρούνται ως παροχή υπηρεσιών σύμφωνα με το Άρθρο 2(1) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, οι οποίες είναι εξαιρούμενες από τον ΦΠΑ σύμφωνα με το Άρθρο 135(1)(e).
Στο θολό αυτό επενδυτικό περιβάλλον ασχολούνται πολλοί νέοι ηλικίας 30-40 χρόνων, όπως αναφέρουν λογιστές και φοροτεχνικοί. Όπως προαναφέρθηκε, σήμερα δεν υπάρχει φορολογικό πλαίσιο για τη φορολόγηση της υπεραξίας που προκύπτει από την πώληση κρυπτονομισμάτων, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη χρήση των κερδών επισήμως από τους επενδυτές. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν, για παράδειγμα, οτιδήποτε μεγάλης αξίας που πληρώνεται μέσω καρτών ή τραπεζικού συστήματος.
Δηλαδή, εάν κάποιος χρησιμοποιήσει τα κέρδη για την αγορά ενός ακινήτου, η φορολογική διοίκηση δεν θα αναγνωρίσει την προέλευση των χρημάτων και αυτομάτως θα ενεργοποιηθούν τα τεκμήρια. Εφόσον δεν καλύπτονται τα τεκμήρια από άλλα περιουσιακά στοιχεία, θα καταβληθεί έξτρα φόρος για την αγορά του ακινήτου. Επί της ουσίας, τα κέρδη μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για συναλλαγές κατά βάση εκτός τραπεζικού συστήματος.
Είναι ενδεικτική η προσφυγή φορολογούμενου ο οποίος δήλωσε στη φορολογική του δήλωση κέρδη από κρυπτονομίσματα. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων στην προσφυγή του αναφέρει ότι η εφορία Αμαρουσίου έσφαλε, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ποσό των 1.741.826,17 ευρώ που δηλώθηκε στον κωδικό 659 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2017 και αφορούσε εισόδημα που, όπως ισχυρίζεται, αποκτήθηκε από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων και εισήχθη μέσω τραπεζικών εμβασμάτων στην Ελλάδα το ίδιο έτος.
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η δήλωση να εκκαθαριστεί χωρίς τη συμπερίληψη του ανωτέρω ποσού. Όπως τονίζεται στην απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, η φορολογική αρχή ορθώς δεν έκανε αποδεκτό το δηλωθέν από τον προσφεύγοντα ποσό, αφενός διότι το εισόδημα από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων στο εξωτερικό δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων του ΚΦΕ, με τις οποίες προβλέπονται και απαριθμούνται περιοριστικά τα εισοδήματα που φορολογούνται, που φορολογούνται με ειδικό τρόπο ή απαλλάσσονται από τον φόρο και μπορούν να δηλωθούν στους ανάλογους κωδικούς της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, και αφετέρου δεν προσκομίζονται επαρκή στοιχεία με τα οποία να προσδιορίζεται με ειδικό και σαφή τρόπο η υπεραξία που προέκυψε από τη μεταβίβαση των εν λόγω κρυπτονομισμάτων.
Όταν κλήθηκε να προσκομίσει έγγραφα για να δικαιολογήσει την ύπαρξη αυτού του εισοδήματος, ο φορολογούμενος προσκόμισε το ειδοποιητήριο εισερχόμενου εμβάσματος, μέσω του οποίου έφτασαν στον τραπεζικό λογαριασμό του τα χρήματα. Επίσης, κατέθεσε βεβαίωση της εταιρείας μέσω της οποίας έγινε η συναλλαγή, δηλαδή ενός ανταλλακτηρίου κρυπτονομισμάτων που λειτουργεί στο εξωτερικό, η οποία επιβεβαίωσε ότι έστειλε στην ελληνική τράπεζα του φορολογούμενου το ποσό που κέρδισε από τα crypto.
Όλα αυτά, όμως, δεν αρκούν, με βάση τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, για να αναγνωριστεί ένα εισόδημα από συναλλαγές σε κρυπτονομίσματα, όπως έκρινε η ΔΕΔ.
Αντίθετα, αν ο φορολογούμενος είχε ένα εισόδημα από αγοραπωλησία ελληνικών μετοχών ή παραγώγων, θα μπορούσε να προσκομίσει σχετική βεβαίωση από χρηματιστηριακή εταιρεία, που θα έδειχνε πόσο αγόρασε και πόσο πούλησε μία μετοχή και η διαφορά θα λογιζόταν ως εισόδημα. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, αντίστοιχο έγγραφο που να μπορεί να γίνει δεκτό από την εφορία δεν υπήρχε. Επιπλέον, το εισόδημα από κρυπτονομίσματα δεν περιλαμβάνεται στα εισοδήματα που μπορούν να δηλωθούν, βάσει του νόμου.
Πάντως, το κενό στο νομοθετικό πλαίσιο για τη φορολόγηση των κερδών από τα κρυπτονομίσματα εκμεταλλεύονται πολλοί επενδυτές, ενώ από την άλλη ελάχιστοι δηλώνουν τα κέρδη από συναλλαγές τέτοιων νομισμάτων στη φορολογική δήλωση, ενώ όσοι το κάνουν είναι κυρίως άνεργοι ή φορολογούμενοι χωρίς εισοδήματα, αλλά με σημαντική ακίνητη περιουσία επειδή θέλουν να καλύψουν τα τεκμήρια διαβίωσης.
Σημειώνεται ότι το άρθρο 42 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπει ότι κάθε εισόδημα που προκύπτει από υπεραξία μεταβίβασης των ακόλουθων τίτλων, καθώς και μεταβίβασης ολόκληρης επιχείρησης, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Ειδικότερα:
– Οι μετοχές σε εταιρεία μη εισηγμένη σε χρηματιστηριακή αγορά, μετοχές και άλλες κινητές αξίες εισηγμένες σε χρηματιστηριακή αγορά, εφόσον ο μεταβιβάζων συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό 0,5%.
– Μερίδια ή μερίδες σε προσωπικές εταιρείες.
– Κρατικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια ή τα εταιρικά ομόλογα.
– Παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Σημειώνεται ότι στη λίστα των παραγώγων δεν συμπεριλαμβάνονται κρυπτονομίσματα.
Πηγή: capital.gr