Θυροκολλήθηκε το απόγευμα, το Προεδρικό Διάταγμα, για τη διάλυση της Βουλής που προήλθε από την κάλπη της 21ης Μαΐου.
Η θυροκόλληση του Διατάγματος ανοίγει τον κύκλο για τη νέα προεκλογική περίοδο και τις δεύτερες εκλογές που πρόκειται να πραγματοποιηθούν στις 25 Ιουνίου.
Όπως αναφέρεται στο Διάταγμα της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, οι διερευνητικές εντολές που δόθηκαν στους αρχηγούς των πρώτου, δεύτερου και τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κομμάτων δεν τελεσφόρησαν ενώ, κατά τη σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων την 24η Μαΐου 2023 επιβεβαιώθηκε η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Με το ίδιο Διάταγμα, καλούνται οι εκλογείς για την εκλογή βουλευτών την 25η Ιουνίου 2023, ημέρα Κυριακή, και συγκαλείται η Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές την 3η Ιουλίου 2023, ημέρα Δευτέρα και ώρα 11:00.
Ουσιαστικά από σήμερα, οι επιτελείς όλων των κομμάτων ρίχνονται στη μάχη για τις δεύτερες εκλογές, οι οποίες ωστόσο έχουν πολλή μεγαλύτερη τελικά βαρύτητα από τις πρώτες, αφού στην ουσία η κάλπη της 25ης Ιουνίου είναι αυτή που θα βγάλει κυβέρνηση και θα οδηγήσει την χώρα στην επόμενη ημέρα.
Για τη Νέα Δημοκρατία είναι ξεκάθαρο το γεγονός ότι μάχεται μόνο για τη διατήρηση των ποσοστών της και για την πιθανή διεύρυνση της διαφοράς της από το δεύτερο κόμμα, όποιο κι αν είναι αυτό. Γι’ αυτό άλλωστε ακολουθείται μια περισσότερο συντηρητική πολιτική και ως προς τις εμφανίσεις και ως προς τις περιοδείες του προέδρου, που δίνει έμφαση στα πρόσωπα και στις ευχαριστίες προς τους πολίτες για την εμπιστοσύνη τους.
Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν τεράστιο πρόβλημα και προσπαθούν να το διαχειριστούν με μια νέα στρατηγική που πολλοί παραδέχονται ότι θα έπρεπε να έχει υιοθετηθεί νωρίτερα. Ο «αποκλεισμός» στελεχών από τις δημόσιες παρουσιάσεις και τοποθετήσεις τους, αλλά και η επιλογή από το κόμμα, του ποιος θα μιλήσει στα Μέσα και ποιος όχι, δείχνουν αφενός το μέγεθος των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου πως ο θεωρητικός πλουραλισμός απόψεων που ήθελε να παρουσιάσει το κόμμα, ουσιαστικά οδήγησε τους ψηφοφόρους στο να το θεωρήσουν αναξιόπιστο.
Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, τα στελέχη του έχουν κάθε λόγο να θεωρούν πως οι εξελίξεις στην ουσία έχουν μετατρέψει την παράταξη στον απόλυτο ρυθμιστή της εκλογικής διαδικασίας, αφού ότι κι αν συμβεί, ακόμα και μετά τις δεύτερες εκλογές, το ΠΑΣΟΚ είναι κερδισμένο. Σε αυτή τη λογική προσπαθούν να διαχειριστούν το εκλογικό αποτέλεσμα και να ενισχύσουν, εφόσον είναι εφικτό, τα ποσοστά τους, αυξάνοντας κατά συνέπεια και των αριθμό των βουλευτών τους στην Επικράτεια.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η νέα και σύντομη προεκλογική περίοδος πραγματοποιείται με διαφορετικά δεδομένα, απαιτεί νέες στρατηγικές, αλλά και υπομονή, αφού κάθε λάθος είναι πιθανό να αποβεί μοιραίο, ειδικότερα για τα μικρότερα κόμματα.