Σε άρθρο του στον Economist, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρεται στην άνοδο του λαϊκισμού στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο άρθρο του γράφει πως η άνοδος του λαϊκισμού έκανε βαθιά ζημιά στην Ελλάδα, η οποία, όταν την παρέλαβε ως πρωθυπουργός το 2019, ήταν ο «ασθενής της Ευρώπης», αλλά σήμερα βρίσκεται σε εντελώς διαφορετική θέση.
Ο πρωθυπουργός μιλά για τα μαθήματα που μπορεί να αντληθούν από την εμπειρία της Ελλάδας και τονίζει ότι δεν υπάρχει μια οριζόντια λύση, αλλά υπάρχουν ζητήματα με βαθιές ρίζες.
Το άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Economist
«Τα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν με δίδαξαν ότι οι λαϊκιστές υπόσχονται τα πάντα, αλλά τελικά οι υποσχέσεις τους είναι μεγαλόστομες, απόλυτα κενές και εντελώς ανέφικτες» γράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφερόμενος στα χρόνια μετά το 2015, όταν «η πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση της χώρας εξελέγη τον Ιανουάριο εκείνου του έτους και επανεξελέγη οκτώ μήνες αργότερα».
Το άρθρο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο περιοδικό «Economist» (ανεπίσημη μετάφραση από τα αγγλικά)
Η πολυτάραχη ιστορία της ελληνικής πολιτικής από το 1945 και μετά δείχνει ότι όπου υπάρχει ένα κενό συχνά υπάρχουν προβλήματα. Αυτό ουδέποτε ήταν εμφανέστερο από τη δεκαετία που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2007, όταν η χώρα αργά αλλά αδυσώπητα βρέθηκε στη δίνη των κενών υποσχέσεων του λαϊκισμού.
Ο «εναγκαλισμός» της Ελλάδας με μια λαϊκιστική κυβέρνηση ήταν σχετικά σύντομος. Αλλά η ζημιά ήταν βαθιά. Η χώρα που κληρονόμησα όταν εξελέγην Πρωθυπουργός το 2019 θεωρούνταν ευρέως ως ο ασθενής της Ευρώπης.
Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε μια διαφορετική θέση. Το 2023 ανακηρυχθήκαμε «χώρα της χρονιάς» από τον «Economist». Κατακτήσαμε, επίσης, την κορυφαία θέση στην κατάταξη οικονομιών που κάνει το περιοδικό για δύο διαδοχικά έτη.
Στις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού το μερίδιο των ψήφων των αριστερών λαϊκιστών κατέρρευσε και το κόμμα μου επανεξελέγη στη διακυβέρνηση για δεύτερη θητεία, με αυξημένο ποσοστό.
Ωστόσο, μετά την πανδημία, εν μέσω πολέμου, ενεργειακής κρίσης, μεταναστευτικών προκλήσεων και υψηλού πληθωρισμού, οι ίδιες λαϊκιστικές παρορμήσεις που καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε στην Ελλάδα ενισχύονται και πάλι σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης.
Έτσι εγείρεται το ερώτημα: τι μπορούμε να αντλήσουμε από την εμπειρία της Ελλάδας από το 2019 κι έπειτα για τους λόγους που συμβαίνει αυτό και σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε;
Δεν υπάρχει μία, οριζόντια λύση για την αντιμετώπιση της ανόδου του λαϊκισμού. Υπάρχουν ωστόσο ζητήματα με βαθιές ρίζες.
Πάρτε για παράδειγμα τα παράπονα των πολιτών. Ακόμα και τώρα το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κατεστημένο, του οποίου αποτελώ μέρος, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αδυνατεί ή να είναι απρόθυμο να αποδεχτεί ότι οι αιτιάσεις που τροφοδοτούν το ρεύμα του λαϊκισμού -από την παγκοσμιοποίηση μέχρι την αύξηση του κόστους ζωής- είναι πραγματικές και εκφράζονται με ειλικρίνεια.
Πρόκειται για μία προσέγγιση που εκδηλώνεται με τη μορφή του «εμείς και αυτοί» και λέει: «εμείς ξέρουμε καλύτερα». Μια τέτοια αλαζονική αυτοπεποίθηση είναι καταστροφική. Μας κάνει να μην βλέπουμε τις δυσκολίες των πολιτών, θολώνει την κρίση μας σχετικά με το ποια ζητήματα πρέπει να θέσουμε σε προτεραιότητα και, τελικά, αποξενώνει τους ψηφοφόρους.
Το 2015 η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της ανόδου του λαϊκισμού. Η πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση της χώρας εξελέγη τον Ιανουάριο εκείνου του έτους και επανεξελέγη οκτώ μήνες αργότερα. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα βρέθηκε με το «πλήρες πακέτο» της λαϊκιστικής ιδεολογίας: έναν υβριδικό συνασπισμό των άκρων τόσο της σκληρής αριστεράς όσο και της σκληρής δεξιάς.
Τα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν με δίδαξαν ότι οι λαϊκιστές υπόσχονται τα πάντα, αλλά τελικά οι υποσχέσεις τους είναι μεγαλόστομες, απόλυτα κενές και εντελώς ανέφικτες.
Η απάντηση για την καταπολέμηση τέτοιου είδους άκρων έγκειται στην υλοποίηση αποτελεσματικών πολιτικών, έχοντας παράλληλα την ετοιμότητα να αμφισβητήσεις ή και να απορρίψεις τα πιστεύω και τις πρότερες αντιλήψεις σου, όταν αυτό είναι απαραίτητο. Αυτό σημαίνει να είσαι έτοιμος να προσαρμοστείς γρήγορα σε γεγονότα με παγκόσμιο αποτύπωμα και να υιοθετήσεις μια νέα τριγωνική λογική: υπέρ της ανάπτυξης αλλά δημοσιονομικά υπεύθυνη, ισχυρή στο μεταναστευτικό και διεκδικητική στην ασφάλεια, παράλληλα με μια ισχυρή εξωτερική πολιτική, και κοινωνικά φιλελεύθερη στο εσωτερικό.
Στην οικονομία, επικεντρωθήκαμε στην ανάπτυξη: μείωση των φόρων, στήριξη της επιχειρηματικότητας, τόνωση των επενδύσεων μέσω μεταρρυθμίσεων στην αγορά. Αλλά καταλάβαμε επίσης τη σημασία τού να παραμείνουμε δημοσιονομικά υπεύθυνοι.
Το αποτέλεσμα ήταν ένας από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη και μια ταχεία μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης μας επιβράβευσαν, επαναφέροντας το αξιόχρεο της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα.
Όσον αφορά στη μετανάστευση, εφαρμόσαμε δίχως δισταγμό αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους. Ταυτόχρονα, όμως, μειώσαμε σημαντικά τον χρόνο εξέτασης των αιτήσεων χορήγησης ασύλου, βελτιώσαμε τις συνθήκες στα κέντρα υποδοχής και ανοίξαμε νόμιμες οδούς για την κινητικότητα εργαζόμενων.
Στην εξωτερική πολιτική, δημιουργήσαμε νέες περιφερειακές εταιρικές σχέσεις γύρω από το εμπόριο, την ασφάλεια και την παροχή ενέργειας. Και στις σχέσεις μας με την Τουρκία αντιμετωπίσαμε τις προκλήσεις κατά μέτωπο, κρατώντας παράλληλα ανοιχτή την πόρτα του διαλόγου.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις μού επέτρεψαν να επικεντρωθώ σε μια πιο φιλελεύθερη κοινωνική πλατφόρμα στο εσωτερικό: αντιμετώπιση των ανισοτήτων, βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών μέσω της ψηφιοποίησης, έως και αντιμετώπιση προοδευτικών θεμάτων όπως η ισότητα στον γάμο. Ήμουν σαφής ότι, όσο η οικονομία είναι ισχυρή, το δημοσιονομικό πλεόνασμα που δημιουργούμε άνω των στόχων μας θα χρησιμοποιείται για τη στήριξη των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Μεταξύ των εκλογών του 2019 και του 2023 οι πολίτες είδαν ραγδαίες αλλαγές. Η ανεργία μειώθηκε, η ανάπτυξη αυξήθηκε κατακόρυφα μετά την πανδημία και ανακτήσαμε την εμπιστοσύνη των αγορών και των ξένων επενδυτών. Ταυτόχρονα, η χώρα στράφηκε προς την πράσινη και ψηφιακή οικονομία του μέλλοντος. Η Ελλάδα βρήκε μια νέα φωνή πιο κοντά στο κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι σχέσεις με την Τουρκία άρχισαν να βελτιώνονται.
Η αίτηση της Ελλάδας για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το κύριο εργαλείο του σχεδίου ανάκαμψης της ΕΕ από την πανδημία Covid-19, ήταν μία από τις μεγαλύτερες μεταξύ των κρατών-μελών και εγκρίθηκε πριν από κάθε άλλη χώρα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε τον τρόπο με τον οποίο η στρατηγική χρήση των κονδυλίων από εμάς ήταν συνυφασμένη με την αναπτυξιακή μας στρατηγική: προώθηση μιας ισχυρής ανάκαμψης και μιας πιο ανθεκτικής οικονομίας και κοινωνίας.
Η ηχηρή εκλογική νίκη τον περασμένο Ιούνιο απέδειξε ότι αυτή η προσέγγιση λειτουργεί. Ήταν όντως δυνατό να δημιουργήσουμε ένα νέο συνασπισμό ψηφοφόρων της αριστεράς και της δεξιάς ενάντια στο λαϊκισμό.
Η νίκη μας έδειξε ότι ήταν δυνατό να περιορίσουμε τα περιθώρια των λαϊκιστών, διατηρώντας ευχαριστημένους τους παραδοσιακούς δεξιούς και κεντροδεξιούς ψηφοφόρους μας και επιπλέον διευρύνοντας την απήχηση του κόμματός μας στους Έλληνες που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι ή ακόμη και κεντροαριστεροί. Τα ακροδεξιά κόμματα πήραν ποσοστό 12%, αλλά αυτή η επίδοση ήταν παρασάγγας ασθενέστερη από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Σε μια εποχή ευρέως διαδεδομένου κυνισμού, η Ελλάδα έδειξε ότι η πολιτική μπορεί να ασκηθεί με διαφορετικό τρόπο.
Στο τέλος, βέβαια, το πιο ισχυρό ανάχωμα κατά του λαϊκισμού είναι να ακούς τους πολίτες και να είσαι αποτελεσματικός.
Οι έπαινοι που έχει απονείμει στην Ελλάδα αυτό το έντυπο δεν θα σημαίνουν πολλά εάν η οικονομία της δεν αναπτύσσεται και αν δεν μπορεί να παράγει τα πρόσθετα έσοδα που απαιτούνται για τη στήριξη των μεταρρυθμίσεων στο σύστημα υγείας και τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης.
Για την Ελλάδα, η καταπολέμηση του λαϊκισμού θα συνεχίσει να αφορά τη δημιουργία δίκαιης οικονομικής ανάπτυξης, και παράλληλα τη σύγκλιση με μια προοδευτική, κεντρώα Ευρώπη.
Για να γίνει αυτό απαιτείται ειλικρίνεια. Όταν γίνονται λάθη, πρέπει να αναγνωρίζονται. Και απαιτείται η ικανότητα να δείχνεις ότι κάνεις τη διαφορά, όχι απλώς να δίνεις υπερβολικές υποσχέσεις. Αλλά πάνω απ’ όλα απαιτεί σαφήνεια. Πρέπει να εξηγήσεις γιατί, παραδείγματος χάρη, η επενδυτική βαθμίδα δεν συνδέεται μόνο με την ικανοποίηση των απαιτήσεων των αγορών, σημαίνει χαμηλότερο κόστος δανεισμού για τα στεγαστικά δάνεια των πολιτών. Ή γιατί είναι σημαντικό να προσελκύσεις ξένες επενδύσεις, ώστε να δημιουργήσεις περισσότερες καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Αυτό έχει σημασία γιατί στον πυρήνα της κάθε πτυχή της πολιτικής -δίχως να είναι απαραίτητα πάντα τοπική- σχετίζεται πάντα με το άτομο, την οικογένεια και την ευημερία του νοικοκυριού. Μόνο αν το πετύχουμε αυτό μπορούμε να αρχίσουμε να αποκαθιστούμε την εμπιστοσύνη και να νικήσουμε τον λαϊκισμό.