Απογοητευτικά είναι τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. για τα περιστατικά που έχουν καταγγελθεί για ενδοοικογενειακή βία το 2024 και τους πρώτους δύο μήνες του τρέχοντος έτους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που διατηρούν η ΕΛ.ΑΣ. και τα γραφεία ενδοοικογενειακής βίας, καθ’ όλο τος 2023 έχουν καταγγελθεί στις αρμόδιες αστυνομικές Αρχές ανά τη χώρα συνολικά 13.342 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Από αυτά, τα 9.886 θύματα ήταν γυναίκες, ενώ τα 3.456 άνδρες.
Μέσα σε δύο μόλις μήνες του 2024, από την 1η Ιανουαρίου ως και την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου φέτος, έχουν γίνει συνολικά 2.091 καταγγελίες. Εξ αυτών, το ένα τρίτο (555) αφορούσε θύματα άνδρες, ενώ 1.536 ήταν οι καταγγελίες από γυναίκες.
Τα νέα στοιχεία
Στην ευρύτατη σύσκεψη που έγινε το πρωί υπό τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, με τη συμμετοχή, μέσω τηλεδιάσκεψης, περίπου 2.500 αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. ανά τη χώρα, για την ενδοοικογενειακή βία προέκυψαν και καινούργια στοιχεία.
Οι προτάσεις που εξετάστηκαν είναι οι εξής:
Το θύμα να μένει σε κοιτώνες που διατηρεί η ΕΛ.ΑΣ. σε διάφορες περιοχές.
Θα γίνει προσπάθεια να κλειστούν συμφωνίες με ξενοδοχεία, ώστε να υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο. Μάλιστα, στην παρέμβασή του, ο Αρχηγός της ΕΛΑΣ τόνισε ότι «μπορεί να γίνεται απευθείας επικοινωνία με το γραφείο μου και θα φροντίζουν εκείνοι για την πληρωμή του ξενοδοχείου». Και τούτο καθώς μπορεί να δικαιολογηθεί υπηρεσιακώς ως «φιλοξενία επισήμου».
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, επισήμανε: «Αν έχετε εξαντλήσει όλες τις επιλογές, επικοινωνήστε και με το δικό μου γραφείο, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, και θα βρούμε λύση να μείνει το θύμα».
Τέλος, ακόμη και εάν το θύμα υποστηρίξει ότι θέλει να πάει να μείνει σε φιλικό του σπίτι, αφού περάσει πρώτα από το σπίτι του να πάρει προσωπικά του αντικείμενα, αυτό δεν θα επιτρέπεται για ευνόητους λόγους: Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι δεν θα κινδυνεύσει.
Σημειώνεται ότι στη σύσκεψη που έγινε με αφορμή το στυγερό έγκλημα έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων, κρίθηκε πως είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξουν ριζικές αλλαγές στον τρόπο αξιολόγησης και αντιμετώπισης παρόμοιων περιστατικών.