Ο Κινέζος Στρατηγός Σουν Τσου ανέφερε: «Αν γνωρίζεις τον εχθρό σου και γνωρίζεις και τον εαυτό σου, δεν χρειάζεται να φοβάσαι το αποτέλεσμα εκατό μαχών. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι τον εχθρό σου, για κάθε νίκη που θα κερδίσεις θα υποστείς και μια ήττα. Αν δεν γνωρίζεις ούτε τον εχθρό ούτε τον εαυτό σου, θα υποκύψεις σε όλες τις μάχες»
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος
Υπό το πλαίσιο αυτό, το παρόν άρθρο θα επιδιώξει να αναλύσει την τουρκική εξωτερική πολιτική σε σχέση με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις προκειμένου να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα, για τις κινήσεις της Τουρκίας και το αν η λεγόμενη (από πολλούς στο εσωτερικό της Ελλάδας) γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας είναι πραγματική ή αποτελεί έναν ακόμη προπαγανδιστικό μύθο της Τουρκίας που οφείλεται σε συγκυριακές συμπτώσεις.
Εστιάζοντας στη συνεχή προσπάθεια της Τουρκίας να αυξήσει την επιρροή της στο διεθνές σύστημα, αξιοποιώντας τη γεωστρατηγική της θέση, τις οικονομικές και στρατιωτικές της δυνατότητες, αλλά και μέσω της εκδήλωσης μιας πιο ενεργητικής και επιθετικής εξωτερικής πολιτικής, συμπεραίνεται ότι αντικειμενικός στόχος της Υψηλής Στρατηγικής της Τουρκίας είναι η ανάδειξη και εδραίωσή της ως μεσαίας δύναμης στο περιφερειακό σύστημα της ευρύτερης περιοχής μας.
Η έννοια της «μεσαίας δύναμης» στις διεθνείς σχέσεις σχετίζεται με κράτη που δεν ανήκουν στις υπερδυνάμεις (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία), αλλά διαθέτουν σημαντική οικονομική, στρατιωτική ή πολιτική δύναμη για να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις και να επηρεάζουν περιφερειακά και παγκόσμια ζητήματα.
Συγκεκριμένα, οι μεσαίες δυνάμεις επιδιώκουν να προωθήσουν την πολυμερή συνεργασία μέσω διεθνών οργανισμών, να ασκήσουν διπλωματική επιρροή με συμμαχίες, οικονομική βοήθεια και μεσολάβηση σε διακρατικές συγκρούσεις και τέλος, επιδιώκουν να προωθήσουν την περιφερειακή σταθερότητα αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο σε περιφερειακές κρίσεις.
Υπό το ανωτέρω πρίσμα, η Τουρκία είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει κάνει σημαντικά βήματα, ώστε να αυξήσει τη γεωπολιτική της αξία και να αναδειχθεί ως μια σημαντική μεσαία δύναμη στη διεθνή πολιτική.
Παρά τις έως τώρα φιλότιμες προσπάθειές της όμως, η Τουρκία πόρρω απέχει από το να καταστεί μια αξιόπιστη μεσαία δύναμη και να διαδραματίσει το γεωπολιτικό ρόλο που επιθυμεί.
Αυτό οφείλεται τόσο σε ενδογενείς παράγοντες που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο λειτουργίας της Τουρκίας, όσο και με εξωγενείς παράγοντες του διεθνούς συστήματος.
Ειδικότερα, μια χώρα που επιδιώκει να συμβάλει στη δημιουργία ενός πιο συμπεριληπτικού, αποτελεσματικού, δίκαιου και ασφαλούς διεθνούς συστήματος πρέπει να είναι δημοκρατική χώρα και να σέβεται το διεθνές δίκαιο, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση της Τουρκίας.
Επίσης, η Τουρκία δεν δικαιούται να μιλά για τη συμβολή της στην Ειρήνη και Ασφάλεια όταν έχει εισβάλει στην Κύπρο και κατέχει παράνομα το 36,2% των εδαφών της, αγνοώντας επιδεικτικά όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που καταδικάζουν την ενέργειά της.
Επιπλέον, η Τουρκία δεν επιτρέπεται να μιλά για το μεσολαβητικό της ρόλο στην επίλυση διεθνών συγκρούσεων όταν αποτελεί τον καταλύτη για την πρόκληση περιφερειακών συγκρούσεων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, τη Συρία, και τη Λιβύη. Υπό το πλαίσιο αυτό, η Τουρκία δεν μπορεί να διευκολύνει την επίλυση περιφερειακών συγκρούσεων αφού εκτός από καταλύτης πρόκλησής τους είναι και μέρος αυτών των συγκρούσεων.
Επιπρόσθετα, η Τουρκία διαθέτει συντελεστές ισχύος, αλλά δεν είναι άπειροι. Συγκεκριμένα, διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα μιας παγκόσμιας στρατιωτικής επέμβασης. Η στρατιωτική βιομηχανία της Τουρκίας επίσης, έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες, αλλά είναι ευάλωτη και εξαρτάται από την πολιτική βούληση μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Γερμανία κ.α.) για το αν θα την προμηθεύσουν ή όχι με σημαντικά εξαρτήματα και υλικά που απαιτούνται για την παραγωγή των όπλων της.
Επιπλέον, η οικονομία της Τουρκίας δεν είναι τόσο ισχυρή για να υποστηρίξει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του κ. Ερντογάν και σε συνδυασμό με τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και τις εσωτερικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Τουρκία, καθιστούν ευάλωτη τη θέση της στο διεθνές σύστημα.
Τέλος, η Τουρκία δεν αποτελεί αξιόπιστη μεσαία δύναμη, διότι δέχεται συνεχώς πιέσεις από υπερδυνάμεις όπως ΗΠΑ, Ρωσία, Ιράν, Κίνα και προσπαθεί να ισορροπήσει (πολλές φορές ανεπιτυχώς), ανάμεσα στις επιδιώξεις τους.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, θα πρέπει να επισημανθούν επίσης και κάποιες διπλωματικές αποτυχίες της Τουρκίας που αποδεικνύουν ακόμη περισσότερο, ότι δεν αποτελεί αξιόπιστη μεσαία δύναμη και πως δεν διαδραματίζει το γεωπολιτικό ρόλο που προβάλει. Συγκεκριμένα:
- Η διπλωματική πρωτοβουλία της Τουρκίας για τη διεξαγωγή συνάντησης των ηγετών Ουκρανίας και Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να επιτευχθεί η κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο Ουκρανίας – Ρωσίας δεν αποτελεί επιτυχία, διότι κατέληξε σε φιάσκο. Επιτυχία θα αποτελούσε, αν συμμετείχαν στις συνομιλίες οι κ.κ. Πούτιν και Τράμπ και αποφασίζανε τη λήξη του πολέμου.
- Όπως η ίδια διακηρύσσει, δεν θα επιτρέψει την απομόνωσή της στην Ανατολική Μεσόγειο. Άρα θεωρεί, ότι είναι απομονωμένη λόγω των κακών σχέσεων που διατηρεί με πολλές γειτονικές της χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Ισραήλ), επειδή δεν συμμετέχει στο EastMed Gas Forum, τον India-Middle East-Europe Economic Corridor (IMEC), και γενικότερα, είναι εκτός των ευρωπαϊκών ενεργειακών σχεδιασμών. Η αντίδρασή της σε αυτές τις εξελίξεις είναι σπασμωδική (αμφισβήτηση κυπριακής και ελληνικής ΑΟΖ και γενικότερα των κυριαρχικών δικαιωμάτων των γειτόνων της κ.λπ.) και εκδηλώνεται με μια επιθετική πολιτική (π.χ. έρευνες με το Oruc Reis στο Αιγαίο), που δεν συνάδει με το ρόλο μιας μεσαίας δύναμης.
- Οι συνεχείς καταδικαστικές εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Τουρκία σε συνδυασμό με τη διακοπή της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας προς την Ε.Ε., αποτελούν μια ακόμη απόδειξη απομόνωσης της Τουρκίας από τις ευρωπαϊκές διπλωματικές διεργασίες και επιβεβαιώνει την άποψη, ότι δεν αποτελεί αξιόπιστη μεσαία δύναμη με ισχυρό γεωπολιτικό ρόλο στην περιοχή.
- Παρά την πρόσκλησή της να συμμετάσχει (μετά από 13 χρόνια αποκλεισμού) στη Σύνοδο του Αραβικού Συνδέσμου για την εξέταση της κατάστασης στη Γάζα, η Τουρκία πασχίζει να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Αίγυπτο, τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία, χωρίς να έχει κατορθώσει να γεφυρώσει πλήρως τα αντικρουόμενα γεωπολιτικά της συμφέροντα με τις εν λόγω χώρες.
- Η άρνηση των χωρών BRICS επίσης, να δεχτούν την Τουρκία ως πλήρες μέλος τους το 2024 (παρά τον διακαή της πόθο), αποδεικνύει την αποτυχία της Τουρκίας να ικανοποιήσει το διακηρυγμένο στόχο της, για ενίσχυση της παγκόσμιας επιρροή της και τη σφυρηλάτηση των δεσμών της με χώρες που βρίσκονται πέρα από τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους της.
- Το γεγονός ότι Τουρκογενή κράτη όπως το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν υπέγραψαν δήλωση υποστήριξης των αποφάσεων του ΟΗΕ που θεωρούν παράνομη την ανακήρυξη ανεξαρτησίας της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) και ενίσχυσαν τις σχέσεις τους με την Κυπριακή Δημοκρατία, ανοίγοντας Πρεσβείες στη Λευκωσία, δε συνάδει με χώρα που είναι σημαντική μεσαία δύναμη και έχει ισχυρό γεωπολιτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή μας. Αποδεικνύει ότι παρότι η Τουρκία ενίσχυσε τους δεσμούς της με το Αζερμπαϊτζάν, δεν έχει καταφέρει να ελέγξει τον Οργανισμό Τουρκικών Κρατών και πως η επιρροή της στην Κεντρική Ασία και τον Καύκασο δεν είναι τόσο μεγάλη όσο διαδίδει.
Σε σχέση με τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, όπου αποτελεί ένα ευαίσθητο ζήτημα που αφορά όλη την Ευρώπη και θα συζητηθεί το επόμενο διάστημα, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας (εδώ και τέσσερα χρόνια), και την πίεση σε φιλικές προς αυτήν χώρες (π.χ. Γερμανία), η επιδίωξη αυτή δεν έχει επιτευχθεί ακόμη και δεν είναι βέβαιο αν επιτευχθεί και υπό ποιες προϋποθέσεις.
Δεν έχει επιτευχθεί λόγω της σθεναρής στάσης της Ελλάδας και πολλών συμμάχων της που τηρούν επιφυλάξεις σε μια τέτοια προοπτική. Για του λόγου το αληθές, ο Γάλλος Πρόεδρος κ. Μακρόν είναι αντίθετος σε μια τέτοια προοπτική και έχει διαφωνήσει ανοικτά με τον Γερμανό ομόλογό του. Ειδικότερα, ο κ. Μακρόν τάσσεται υπέρ μιας αυστηρά ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής, υποστηρίζοντας ότι οι πόροι που θα διατεθούν δεν θα πρέπει να κατευθυνθούν σε εξοπλισμούς από τρίτες χώρες. Επίσης, υποστηρίζει ότι η χρηματοδότηση για την ευρωπαϊκή άμυνα θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και τη μείωση της εξάρτησης της Ε.Ε. από εξωτερικούς προμηθευτές.
Ακόμη και αν τελικά αποφασιστεί η συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί νίκη της Τουρκίας, αλλά ήττα της Ευρώπης.
Αποτελεί ήττα της Ευρώπης διότι αποδεικνύει περίτρανα ότι η Ευρώπη σε μια εποχή κοσμογονικών γεωπολιτικών εξελίξεων δεν έχει ξεκάθαρη και ενιαία στρατηγική για την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια και επίσης, δηλώνει αδυναμία να αναπτύξει μόνη της την αμυντική της βιομηχανία προσφεύγοντας στη βοήθεια τρίτων χωρών.
Αν και το ζήτημα είναι υπό διαπραγμάτευση, η πρόθεση να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία αποτελεί κάτι πρωτόγνωρο για την Ευρώπη και υποδηλώνει εκφυλισμό του αξιακού οικοδομήματος και λειτουργικού συστήματος της Ευρώπης.
Τέλος, η εξέλιξη αυτή συμβεί, θα αποδείξει την άγνοια κινδύνου των Ευρωπαίων Ηγετών, αφού θα βάλουν στα πόδια τους την Τουρκία που αποτελεί το Δούρειο Ίππο της Ρωσίας.
Συνοψίζοντας την ανωτέρω ανάλυση, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Τουρκία παρά κάποιες ευκαιριακές επιτυχίες της μέσω προβολής της στρατιωτικής ισχύος της και της επιθετικής και ενεργούς διπλωματίας της, δεν αποτελεί αξιόπιστη μεσαία δύναμη και δεν διαθέτει την γεωπολιτική ισχύ που προσπαθούν να προβάλλουν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί της.
Ο γεωπολιτικός της ρόλος αμφισβητείται από σημαντικούς παίκτες της περιοχής (Ισραήλ, Γαλλία κ.α.), και εξαρτάται από τις τρέχουσες συγκυρίες και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς των μεγάλων παικτών του διεθνούς συστήματος.