Μια ιδιότυπη τουριστική σεζόν διαμορφώνεται εφέτος στην Τουρκία, με τον πληθωρισμό που έχει “εκτιναχθεί” στα ύψη, διαμορφώνοντας ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, να στρέφει τους ταξιδιώτες -ντόπιους και ξένους- σε πιο προσιτές εναλλακτικές λύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι ταξιδιώτες γυρίζουν την… πλάτη σε δημοφιλείς προορισμούς διακοπών της Τουρκίας, όπως το Τσεσμέ, το Μπόντρουμ και η Αττάλεια, επιλέγοντας την Αίγυπτο, την Τυνησία, το Μαρόκο, αλλά και τα ελληνικά νησιά.
Οι κάποτε πολυσύχναστοι δρόμοι και τα εστιατόρια και τα πλήρως κατειλημμένα ξενοδοχεία είναι τώρα πιο ήσυχα, τόσο από ντόπιους, όσο και από διεθνείς τουρίστες.
Η κύρια αιτία της μείωσης αποδίδεται στον πληθωρισμό, ο οποίος έχει αυξήσει σημαντικά το κόστος διαμονής και εστίασης. Ο ετήσιος πληθωρισμός ήταν 75,45% τον Μάιο, ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί από τον Νοέμβριο του 2022, ενώ μειώθηκε στο 71,6% τον Ιούνιο.
Μιλώντας στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Habertürk, ο Kıvanç Meriç, πρόεδρος του παραρτήματος της Σμύρνης της Ένωσης Τουρκικών Ταξιδιωτικών Γραφείων (TÜRSAB), επεσήμανε ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Τουρκίας ήταν ιστορικά η προσιτή της τιμή, αλλά όπως είπε, οι πρόσφατες οικονομικές συνθήκες έχουν υπονομεύσει αυτό το πλεονέκτημα.
“Το κύριο σημείο ανάπτυξης της Τουρκίας ήταν το πλεονέκτημα των τιμών της, το οποίο έχουμε χάσει τα τελευταία δύο χρόνια, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαφορά 30 έως 35 % σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας. Ως αποτέλεσμα, χάνουμε σε ισχύ έναντι χωρών όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία, το Μαρόκο, ακόμη και η Ελλάδα”, ανέφερε ο κ. Meriç.
Σημείο αναφοράς τα ελληνικά νησιά
Τα ελληνικά νησιά δείχνουν να περιλαμβάνονται στις προτιμώμενες επιλογές, τόσο για Τούρκους, όσο και για διεθνείς ταξιδιώτες, που τα εκθειάζουν για τις δωρεάν δημόσιες παραλίες. Ωστόσο, οι Τούρκοι επαγγελματίες και φορείς του τουρισμού αμφισβητούν τους ισχυρισμούς ότι είναι φθηνότερα, υπογραμμίζοντας τις διαφορές στην ποιότητα των υπηρεσιών.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Τσεσμέ (CESTOB), Yakup Demir, επισήμανε ότι τα καταλύματα στα ελληνικά νησιά συχνά είναι παλαιότερα και λιγότερο πολυτελή, και, όπως είπε, τα περισσότερα σπίτια και ξενοδοχεία δεν έχουν δεχθεί περιορισμένες ανακαινίσεις, ενώ δεν υπάρχουν ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η βιομηχανία της φιλοξενίας στα ελληνικά νησιά αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν διαθέτουν το κατάλληλο επαγγελματικό προσωπικό, που συναντάται στα τουρκικά θέρετρα.
“Τα περισσότερα ξενοδοχεία και εστιατόρια είναι μέτρια, οικογενειακά διοικούμενα, χωρίς επιπλέον προσωπικό. Αν οι Τούρκοι ξενοδόχοι έκαναν το ίδιο και υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα με το σέρβις ή την καθαριότητα, οι τουρίστες θα αντιδρούσαν χιλιάδες φορές”, είπε.
Παρόλα αυτά, ανέφερε, οι Τούρκοι τουρίστες εμφανίζονται ικανοποιημένοι με τις απλούστερες προσφορές των ελληνικών νησιών, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τις δωρεάν παραλίες. “Ένα πράγμα κάνουν πολύ καλά: οι παραλίες είναι δωρεάν!”, συμπλήρωσε.
Σύγκριση κόστους Τουρκίας – Ελλάδας
Ο Murat Akbal, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Akbaldan Tourism, υποστήριξε ότι τα ελληνικά νησιά δεν υποκαθιστούν άμεσα τα τουρκικά παράκτια θέρετρα. “Στα οικονομικά, υπάρχει κάτι που ονομάζεται “υποκατάστατο”, αντικαθιστώντας κάτι με ένα άλλο ίσης αξίας”, εξήγησε ο κ. Akbal, ο οποίος φέρεται να επισκέπτεται συχνά τη Ρόδο, τη Σύμη και τη Λέσβο για επαγγελματικούς λόγους.
Παρόλο που, όπως είπε, τα ελληνικά νησιά είναι όμορφα και πολύτιμα από μόνα τους, δεν συγκρίνονται με τις ακτές της Τουρκίας γιατί το υποκατάστατο δεν είναι τα ελληνικά νησιά.
Ο κ. Akbal συζήτησε την ανισότητα στο κόστος μεταξύ τουρκικών και ελληνικών θέρετρων, χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα τη Μαρμαρίδα και τη Ρόδο. “Για μια διαμονή τριών διανυκτερεύσεων με πρωινό σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων στη Μαρμαρίδα το κόστος ανέρχεται σε 45.000 τουρκικές λίρες, ενώ το αντίστοιχο πακέτο στη Ρόδο είναι στις 64.750 τουρκικές λίρες”, είπε.
Τόνισε το λειτουργικό κόστος που αντιμετωπίζουν οι τουρκικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ενοικίων, των εργαζομένων, της ασφάλισης και των φόρων, που συμβάλλουν στις υψηλότερες τιμές, και κατέληξε: “Ο κόσμος πηγαίνει στα ελληνικά νησιά γιατί είναι στη μόδα. Διαφορετικά, η διαφορά στην ποιότητα και την εξυπηρέτηση είναι σημαντική”.
Ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας, Mehmet Nuri Ersoy, απέδωσε τη μείωση του αριθμού των τουριστών στα παραθεριστικά θέρετρα στο Euro 2024. Όπως είπε, 10.000 άτομα ταξίδεψαν στο εξωτερικό για να παρακολουθήσουν τους αγώνες και τα άτομα αυτά ήταν πιθανοί πελάτες των τουρκικών παραθεριστικών θερέτρων. Ο ίδιος, έκανε λόγο για “αναβίωση” των επισκεπτών στις ακτές μετά το πρωτάθλημα”.
“Φωτιά και λάβρα” οι τιμές στις παραλίες και τα εστιατόρια στην Τουρκία
Σημαντικά αυξημένες είναι οι τιμές εισόδου στις ιδιωτικές παραλίες, αλλά και σε εστιατόρια. Για να μπει κανείς σε μια παραλία μεσαίας κατηγορίας, πρέπει να πληρώσει μεταξύ 120 και 150 δολαρίων, ενώ στις παραλίες υψηλής κατηγορίας, το ποσό αυτό μπορεί να φτάσει τα 240 έως 300 δολάρια.
Ομοίως, οι τιμές των εστιατορίων έχουν εκτοξευθεί στα ύψη. Για παράδειγμα, ένα λαχματσούν ξεκινάει από 9 δολάρια και μπορεί να φτάσει μέχρι και 28,50 δολάρια σε πολυτελείς χώρους. Αυτό το υψηλό κόστος φαίνεται να λειτουργεί ως “τροχοπέδη” για τους ντόπιους όσο και τους ξένους τουρίστες από τα τουριστικά θέρετρα της Τουρκίας.
Οι ντόπιοι τουρίστες, οι οποίοι προηγουμένως στρέφονταν σε μπουτίκ ξενοδοχεία και ξενώνες ως φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις, έναντι των πολυτελών ξενοδοχειακών αλυσίδων, αναζητούν τώρα πιο προσιτούς προορισμούς στο εξωτερικό λόγω της αύξησης των τιμών σε όλους τους τομείς. Η τάση αυτή έχει οδηγήσει πολλά ξενοδοχεία και εστιατόρια σε δημοφιλείς προορισμούς να παλεύουν με τις χαμηλές πληρότητες και τις λιγότερες κρατήσεις.
Οι ξένοι τουρίστες, ιδίως από τη Ρωσία, αποτρέπονται επίσης από το υψηλό κόστος. Η Ένωση Ρώσων Τουριστικών Πρακτόρων (ATOR) διαπίστωσε σημαντική πτώση της ζήτησης, με την πληρότητα του Ιουλίου στην Αττάλεια να κυμαίνεται γύρω στο 60%, σε σύγκριση με το συνηθισμένο 100%.
Τα ξενοδοχεία αναγκάστηκαν να μειώσουν τις τιμές για να προσελκύσουν τουρίστες, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να καλύψει το κενό. Μιλώντας στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Dünya, ο αντιπρόεδρος της ATOR, Taras Kobishchanov, δήλωσε ότι ορισμένα ξενοδοχεία είχαν αυξήσει τις τιμές για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, αλλά αντιμετώπισαν συντριβή της ζήτησης, γεγονός που οδήγησε σε μείωση των τιμών ακόμη και σε σχέση με τον Ιούνιο.
Το Μπόντρουμ έχει καταγράψει εφέτος μείωση κατά 20% στους ντόπιους τουρίστες και αύξηση κατά 13% στους ξένους. Τα ξενοδοχεία που συνήθως επιτυγχάνουν την απόλυτη πληρότητα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού πασχίζουν να γεμίσουν το 70 έως 80% των δωματίων τους. Ο επικεφαλής σύμβουλος της TÜRSAB, Hamit Kuk, δήλωσε στην Dünya ότι οι υψηλές τιμές έχουν απομακρύνει τους ντόπιους τουρίστες, αφήνοντας ένα σημαντικό έλλειμμα στην πληρότητα των ξενοδοχείων κατά την περίοδο αιχμής.
Ο τουριστικός τομέας “παλεύει” με την αύξηση του κόστους και του πληθωρισμού, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διατήρηση της κερδοφορίας. Ο πρόεδρος της Ένωσης Τουριστικών Επιχειρήσεων της Αλάνια (ALTİD), Burhan Sisli, είπε ότι οι ξενοδόχοι προσπαθούν να τα καταφέρουν με τις συμβατικές τιμές χωρίς να τις μειώσουν, αλλά αυτό είναι πιθανό να οδηγήσει σε σοβαρή πτώση της κερδοφορίας μέχρι το τέλος του έτους.
Εν μέσω αυτών των οικονομικών πιέσεων, οι Τούρκοι παραθεριστές μετατοπίζουν τις ταξιδιωτικές τους προτιμήσεις προς εποχές εκτός αιχμής και πιο προσιτούς διεθνείς προορισμούς. Το ταξιδιωτικό πρακτορείο Jolly ανέφερε αύξηση 70% στις πωλήσεις πακέτων διακοπών για τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, τα οποία είναι περίπου 40% φθηνότερα από την υψηλή καλοκαιρινή περίοδο.
Μιλώντας στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Daily Sabah, ο πρόεδρος της Jolly, Mete Vardar, τόνισε την ανάγκη για πιο λογικές τιμές ώστε να διατηρηθεί η μεγαλύτερη τουριστική περίοδος και να συμβάλλει σημαντικά στην εθνική οικονομία. Τόνισε επίσης την αυξανόμενη ζήτηση για διεθνή ταξίδια, με 50% αύξηση των αιτήσεων για ταξιδιωτικά πακέτα εξωτερικού σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Οι επαγγελματίες του τουρισμού εκφράζουν την ανησυχία τους ότι αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, προορισμοί όπως το Τσεσμέ και το Μπόντρουμ θα εξακολουθούν να χάνουν την πελατειακή τους βάση, τόσο στο εσωτερικό, όσο και διεθνώς.
Ο Kıvanç Meriç της TÜRSAB προειδοποίησε ότι η σεζόν του 2024 χρησιμεύει ως δείκτης για το πώς θα μπορούσε να είναι το 2025 και ότι αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αιτία ανησυχίας.
“Το 2024 μας δείχνει πώς θα είναι το 2025. Αυτό θα πρέπει να μας φοβίζει”, είπε, τονίζοντας την ανάγκη για άμεση δράση για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων.