Η εξόφληση του διμερούς δανείου ύψους 52,9 δισ. ευρώ, το οποίο πήρε η Ελλάδα
απευθείας από τις χώρες της Ευρωζώνης μπαίνοντας στο πρώτο μνημόνιο, σηματοδοτεί το κλείσιμο του συνόλου των υποχρεώσεων της Ελλάδας στους επίσημους πιστωτές της για την περίοδο 2010-2012.
Ως γνωστό, η Ελλάδα αποπλήρωσε πρόωρα το 2022 τα τελευταία 8,5 δισ. ευρώ από τα δάνεια που είχε πάρει από το ΔΝΤ. Από τα δάνεια του πρώτου μνημονίου εκκρεμεί μόνο το διμερές δάνειο με τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης με την κωδική ονομασία Greek Loan Facility (GLF). Από το δάνειο αυτό, η Ελλάδα έχει εξοφλήσει πρόωρα 7 δόσεις συνολικού ύψους 18,55 δισ. ευρώ, οι οποίες καλύπτουν δόσεις μέχρι και το 2032. Ειδικότερα, αποπλήρωσε δύο διπλές δόσεις ύψους 5,3 δισ. ευρώ η κάθε μια, το 2022 και το 2023, και μια τριπλή δόση ύψους 7,93 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024.
Ο στόχος είναι τα υπόλοιπα 34,55 δισ. ευρώ του δανείου να αποπληρωθούν από φέτος μέχρι το τέλος του 2031, με την αποπληρωμή της πρώτης δόσης ύψους 5,3 δισ. ευρώ να πραγματοποιείται φέτος. Η πρόωρη αποπληρωμή των δόσεων των δανείων με τη χρήση των διαθεσίμων του Δημοσίου, στα οποία έχει προστεθεί και το “μαξιλάρι” των 15,7 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), έχει επιτρέψει στη χώρα να διαγράψει οριστικά 18,55 δισ. ευρώ από το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης. Επιπλέον, η συγκεκριμένη διαδικασία αποπληρωμής χρέους συνεπάγεται και κέρδος περίπου 840 εκατ. ευρώ από τους τόκους.
Ο δεύτερος γύρος ξεκινά το 2032
Η κίνηση αυτή, αλλά και όλες οι άλλες ανάλογες που γίνονται τα τελευταία χρόνια, κατατείνουν αφενός στο να μειωθεί ταχύτερα το ύψος του χρέους ως ποσοστό τους ΑΕΠ και αφετέρου, το χρέος που επωμίζεται η χώρα μέσω του δανεισμού από τις αγορές, να έχει χαμηλότερα επιτόκια και μακρύτερο χρόνο αποπληρωμής.
Χαμηλότερα από την Ιταλία το 2027
Με τις κινήσεις αυτές, η Ελλάδα στοχεύει στο να μειώνει κατά 1-2% του ΑΕΠ περισσότερο το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, από ότι έχει συμφωνηθεί στο τετραετές μεταρρυθμιστικό και δημοσιονομικό σχέδιο 2025-2028. Με άλλα λόγια, το χρέος, με βάση τις τωρινές προβλέψεις θα συνεχίσει να μειώνεται με ταχείς ρυθμούς και τα επόμενα χρόνια.
Η μέση ετήσια μείωση ως το 2028 υπολογίζεται σε 5,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την ελάχιστη απαίτηση που θέτει η συνθήκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους στο νέο μεσοπρόθεσμο που είναι 1% του ΑΕΠ κατά έτος. Ως αποτέλεσμα, του τωρινού σχεδιασμού το ποσοστό του χρέους εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 20,4% από 153,7% του ΑΕΠ το 2024, και σε 133,4% του ΑΕΠ το 2028.
Πηγή: capital.gr