Μετά το σοκ της μαζικής επιβολής δασμών την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος Τραμπ, πιεζόμενος, πέρασε στη γνωστή τακτική της αναστολής όσων εξήγγειλε, εδραιώνοντας στην Αθήνα την πεποίθηση ότι θα πρέπει να αναζητήσει τις συνέπειες από τον εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ και στις ελληνικές επενδύσεις του 2025.
Σε πρώτη ανάγνωση, παρότι υπήρξε αναστολή για 90 ημέρες των δασμών προς την Ε.Ε., αφήνοντας μόνο έναν δασμό της τάξης του 10%, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα γίνει την επόμενη ημέρα, καθώς η στρατηγική του Αμερικανού προέδρου είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητη. Οι Βρυξέλλες καλλιεργούν προσδοκίες για το ενδεχόμενο οι διαπραγματεύσεις, που θα ξεκινήσουν σύντομα, να καταλήξουν σε ένα καθεστώς μηδενικών δασμών μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. Κανείς όμως δεν γνωρίζει ποιο θα είναι το “αντίτιμο” για μια τέτοια λύση. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις και να ξεκαθαρίσει το τοπίο στο διεθνές εμπόριο, οι επενδύσεις προς την Ε.Ε. άρα και προς την Ελλάδα θα βρίσκονται σε αναστολή.
Μπορεί δηλαδή οι εξαγωγές ύψους 2,4 δισ. ευρώ της Ελλάδας προς τις ΗΠΑ να καταλήξουν να έχουν μικρές ή και μηδενικές απώλειες (αν η διαπραγμάτευση μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε. πάει καλά). Ωστόσο η αβεβαιότητα που έχει εγκατασταθεί στην παγκόσμια οικονομία θα χτυπήσει τη ροή ιδιωτικών επενδύσεων προς τη χώρα μας αφαιρώντας δισεκατομμύρια πόρων από την οικονομία.
Το ζητούμενο για τις επενδύσεις
Ως γνωστόν, η Ελλάδα πασχίζει να κλείσει το επενδυτικό κενό που άνοιξε η πολυετής κρίση, που φτάνει το 9,4% του ΑΕΠ. Εκ πρώτης όψεως, η Ελλάδα έχει λόγους να έχει μικρότερη ανασφάλεια από άλλες χώρες της Ε.Ε., λόγω των αυξημένων δημόσιων επενδύσεων. Η χώρα μας έχει προγραμματίσει για φέτος ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων ύψους 15 δισ. ευρώ. Οι επενδύσεις αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό διασφαλισμένες, αφού συγχρηματοδοτούνται από πόρους από το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας (4,9 δισ. ευρώ), από πόρους του ΕΣΠΑ (7,1 δισ. ευρώ) και από αμιγώς εθνικούς πόρους (2,75 δισ. ευρώ). Ο μόνος τρόπος για να μη γίνουν αυτές οι επενδύσεις, είναι η Ελλάδα να μην καταφέρει να απορροφήσει τους κοινοτικούς πόρους που της αναλογούν.
Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το γ΄ τρίμηνο του 2024 οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα στην πραγματική οικονομία αυξήθηκαν για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο σε 14,3% του ΑΕΠ (ή 33,4 δισ. ευρώ), από 12,4% του ΑΕΠ το 2023, μετά την υψηλότερη τιμή από το 2009 που σημείωσαν το 2022 (15,4% του ΑΕΠ). Οι άμεσες ξένες επενδύσεις για το 2024 παρουσίασαν επίσης αύξηση, φτάνοντας στα 6 δισ. ευρώ (2,5% του ΑΕΠ).
Η απόσταση από την Ε.Ε. και το πρόβλημα του ισοζυγίου
Ωστόσο η Ελλάδα στον κρίσιμο τομέα των επενδύσεων έχει ακόμη μεγάλη απόσταση από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Οι επενδύσεις για φέτος αναμένεται να φτάσουν το 17,6% του ΑΕΠ, έναντι 22% του ΑΕΠ στον μέσο όρο της Ε.Ε.
Η ανάγκη για αύξηση των επενδύσεων προκύπτει αρχικά από τον στόχο για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας. Σε δεύτερη φάση, η Ελλάδα πιέζεται και για τη δημιουργία των κατάλληλων υποδομών, οι οποίες θα αυξήσουν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, ώστε να κλείσει σταδιακά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο έφτασε στο 6,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024 και αποτελεί μία από τις πάγιες διαρθρωτικές ανωμαλίες της οικονομίας.
Τούτο με δεδομένο ότι η μόνη αναπτυξιακή πρωτοβουλία που προετοιμάζεται από την Ε.Ε. για τα επόμενα χρόνια είναι οι επενδύσεις στις αμυντικές δαπάνες. Σε αυτό τον τομέα η Ελλάδα μπαίνει με το μειονέκτημα ότι, πλην της ΕΑΒ, οι άλλες αμυντικές βιομηχανίες (Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, ΕΛΒΟ) αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και δεν μπορούν να συμμετέχουν άμεσα στην κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια.
To κόστος της αβεβαιότητας
Σε αυτό το χρονικό σημείο, οι παλινωδίες της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ καταστρέφουν τελείως το επενδυτικό κλίμα.
H εμπειρία δείχνει ότι σε περιόδους έντονης αβεβαιότητας, όπως αυτή που διανύουμε, οι επενδύσεις “παγώνουν”, αφού όλοι κρατούν τα χρήματά τους για την περίοδο κατά την οποία η αβεβαιότητα θα μειωθεί, ώστε να ξέρουν προς ποια κατεύθυνση θα βαδίσουν.
Η σημερινή συγκυρία, ακόμη και μετά την αναστολή της επιβολής των υψηλών δασμών για τρεις μήνες, σε καμία περίπτωση δεν προδιαθέτει για ομαλότητα στο άμεσο μέλλον. Η αναστολή των δασμών, που ήρθε μετά την πίεση κυρίως του Έλον Μασκ και άλλων Αμερικανών επιχειρηματιών, ανέβαλε μεν το οικονομικό κόστος, αλλά μετέφερε τις όποιες αποφάσεις για το φθινόπωρο.
Μια ακόμη παράπλευρη απώλεια της αβεβαιότητας μπορεί να έχουμε και στα ελληνικά ομόλογα, τα οποία αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία με τις μετοχές σε ανάλογες περιστάσεις. Μπορεί δηλαδή να δούμε τις αποδόσεις και τις τιμές των ελληνικών τίτλων να ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα με τις εξελίξεις. Ευτυχώς ο ΟΔΔΗΧ έχει προνοήσει και έχει προχωρήσει σε δανεισμό από τις αγορές ύψους 7 δισ. ευρώ, έναντι 8 δισ., που είναι το ετήσιο δανειακό πρόγραμμα που ανακοίνωσε τον περασμένο Δεκέμβριο. Συνεπώς, οι όποιες συνέπειες από τη νευρικότητα των αγορών ελαχιστοποιούνται ό,τι και αν γίνει στις αγορές.
Πηγή: capital.gr