Την ώρα που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προχωρούν με στοχευμένα μέτρα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και τη στήριξη της βιομηχανίας, η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε μια ακριβή και στρεβλή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Η εγχώρια χονδρεμπορική τιμή, όπως αναδεικνύουν πρόσφατες μελέτες, είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη, ξεπερνώντας ακόμη και τις γνωστά ακριβές αγορές της Ιταλίας και της Ιρλανδίας. Το αποτέλεσμα: υπερβολικές επιβαρύνσεις για τους καταναλωτές και σημαντικό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.
Οι κρυφές χρεώσεις που “φουσκώνουν” τους λογαριασμούς
Η βασική πηγή του προβλήματος δεν είναι άλλη από την αγορά εξισορρόπησης. Πρόκειται για το κόστος που καταβάλλει ο ΑΔΜΗΕ για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του συστήματος, αγοράζοντας ισχύ και ενέργεια από μονάδες που μπορούν να ανταποκριθούν γρήγορα σε διακυμάνσεις της ζήτησης. Το 2023 το κόστος αυτό ανήλθε στα 738 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2025 αναμένεται να εκτοξευθεί πάνω από το 1 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση άνω του 35% σε δύο μόλις χρόνια.
Όπως επισημαίνει μελέτη της Grant Thornton, από τον Ιούλιο του 2024 παρατηρείται αύξηση του κόστους της αγοράς εξισορρόπησης έως και 150% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, χωρίς να συντρέχουν τεχνικοί λόγοι που να τη δικαιολογούν. Αντίθετα, η αύξηση αυτή οδηγεί σε υπερκέρδη για συγκεκριμένες μονάδες, κυρίως υδροηλεκτρικές και φυσικού αερίου, οι οποίες αποζημιώνονται με βάση τις προσφορές τους – διαδικασία με έλλειμμα διαφάνειας.
Η σύγκριση με την Ιταλία
Το ελληνικό μοντέλο κεντρικής κατανομής είναι παρόμοιο με αυτό της Ιταλίας. Ωστόσο, οι ελληνικές χρεώσεις για την αγορά εξισορρόπησης είναι κατά πολύ υψηλότερες. Συγκεκριμένα, η μέση επιβάρυνση στην Ελλάδα για την περίοδο 2024-2025 (έως τον Απρίλιο) ανήλθε στο 12% επί της τιμής του χρηματιστηρίου ενέργειας, όταν στην Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 3%. Αν μάλιστα προστεθούν τα 200 εκατ. ευρώ που πληρώνει ο ΑΔΜΗΕ ετησίως για υπηρεσίες διαθεσιμότητας, το άνοιγμα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο.
Με άλλα λόγια, ενώ η Ιταλία έχει παραδοσιακά τις υψηλότερες τιμές στη χονδρεμπορική αγορά, η Ελλάδα τελικά αποδεικνύεται ακριβότερη, λόγω των στρεβλώσεων και της αδιαφάνειας που επικρατούν στο σύστημα εξισορρόπησης.
Εντολές εκτός αγοράς και κίνδυνος χειραγώγησης
Από τον Ιούλιο του 2024 και εξής, παρατηρείται σχεδόν καθημερινή ένταξη μονάδων στο σύστημα με εντολή του ΑΔΜΗΕ. Ειδικότερα, οι λιγνιτικές μονάδες του Αγίου Δημητρίου (3 και 4) συμμετέχουν στην εξισορρόπηση χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες, αμειβόμενες με βάση την προσφορά τους. Το ίδιο συμβαίνει και με θερμικές μονάδες που εντάσσονται κατά τις μεσημεριανές ώρες ηλιοφάνειας, όταν οι ΑΠΕ υπερκαλύπτουν τη ζήτηση και συμπιέζουν τις τιμές.
Η έλλειψη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και η αυξημένη ζήτηση στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δημιουργούν ευνοϊκό έδαφος για στρεβλώσεις και ενδεχόμενες χειραγωγήσεις. Οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά μεταφέρονται απευθείας στα τιμολόγια της λιανικής, επιβαρύνοντας τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις.
Ενδεικτικά, την περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2024, οι τιμές ξεπέρασαν τα 600 €/MWh τις ώρες αιχμής, χωρίς να δικαιολογούνται από το κόστος παραγωγής. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε το χειμώνα του 2024-2025, με την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο να αυξάνεται κατά 100% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά – όχι για να καλυφθούν εσωτερικές ανάγκες, αλλά για να εξυπηρετηθούν εξαγωγές προς τα Βαλκάνια.
Προς νέο κύκλο επιδοτήσεων σε θερμικές μονάδες;
Ενώ τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις ήδη επιβαρύνονται από το αυξημένο κόστος, εξετάζεται το ενδεχόμενο ενεργοποίησης νέου μηχανισμού διαθεσιμότητας ισχύος (CRM) για τις θερμικές μονάδες. Αυτό σημαίνει νέες επιδοτήσεις σε μονάδες που ήδη λαμβάνουν 200 εκατ. ευρώ για υπηρεσίες εξισορρόπησης, χωρίς να υπάρχει σαφές πλαίσιο αποζημίωσης για ευέλικτες τεχνολογίες μηδενικού αποτυπώματος, όπως η αποθήκευση ή η διαχείριση της ζήτησης.
Σε πλήρη αντίθεση με την ελληνική αδράνεια, χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία και το Βέλγιο έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή στοχευμένα μέτρα μείωσης του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία τους. Η Ιταλία, για παράδειγμα, δίνει στις ενεργοβόρες βιομηχανίες πράσινη ενέργεια με σταθερή τιμή 65 €/MWh για τρία χρόνια.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την Ανακοίνωση της 25ης Ιουνίου για το νέο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων “Clean Industrial Deal”, όχι μόνο επιτρέπει αλλά ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε επιδοτήσεις ρεύματος. Μάλιστα, προτείνει έκπτωση 50% στην τιμή αγοράς για το 50% της κατανάλωσης κάθε βιομηχανίας, οδηγώντας σε τελική τιμή έως 50 €/MWh.
Τι πρέπει να γίνει
Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει πλέον περιθώριο να αγνοεί το πρόβλημα. Η ανάγκη για:
– μεταρρύθμιση της αγοράς εξισορρόπησης με έλεγχο των προσφορών και αύξηση της διαφάνειας,
– αξιοποίηση του νέου πλαισίου της Κομισιόν για επιδότηση του κόστους ενέργειας στις βιομηχανίες,
– προώθηση επενδύσεων σε αποθήκευση και διαχείριση ζήτησης, και
– αποτροπή περαιτέρω στρεβλώσεων μέσω άκριτων ενισχύσεων σε θερμικές μονάδες,
αποτελούν προϋποθέσεις όχι απλώς για τη μείωση του κόστους αλλά για την ίδια την επιβίωση του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Σε μια εποχή όπου η ανταγωνιστικότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ενεργειακό κόστος, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται με τις πιο ακριβές τιμές στην Ευρώπη και χωρίς στρατηγική. Το κόστος δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι και αναπτυξιακό.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ