Τον Ιανουάριο του 2024, η Δίωξη Ναρκωτικών Ηρακλείου ξεκίνησε να διερευνά μια υπόθεση που έγινε γνωστή στις 1η Ιουλίου. Η αστυνομική επιχείρηση περιλάμβανε περίπου 150 αστυνομικούς από τα Ηράκλειο, το Ρέθυμνο και τα Χανιά. Το επίκεντρο της έρευνας ήταν μια χασισοφυτεία-μαμούθ σε δασώδη περιοχή βορειοανατολικά του Κουρνά.
Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν έρευνες σε σπίτια και μάντρες σε όλο τον Μυλοπόταμο, από τα Λιβάδια μέχρι το Πέραμα, τις Μαργαρίτες, τη Γαρίπα και το Χουμέρι. Η επιχείρηση είχε προγραμματιστεί προσεκτικά και εκτελέστηκε ταυτόχρονα σε περίπου 15 σημεία έρευνας. Ο στόχος ήταν να ασφαλιστεί ο χώρος της χασισοφυτείας, όπου εντοπίστηκαν περισσότερα από 1500 χασισόδενδρα. Εντός της φυτείας, που βρισκόταν σε περιοχή με πυκνή βλάστηση, διαβιούσε ένας 60χρονος Αλβανός.
Το κύκλωμα από την Αργολίδα είχε φέρει στην Κρήτη έναν Αλβανό αποκλειστικά για την φύλαξη και τη φροντίδα της χασισοφυτείας. Ο αλλοδαπός ζούσε υπό αντίξοες συνθήκες, μέσα στην υγρασία και τα κουνούπια, σιτιζόταν αποκλειστικά με κονσέρβες που του παρείχαν οι βασικοί εμπλεκόμενοι. Παρά τις δυσκολίες, δεν είχε λάβει ούτε ένα ευρώ και επέμενε για την… σεζόν.
Καθώς ισχυρές δυνάμεις περικύκλωναν τη χασισοφυτεία, αποκόπτοντας καίρια σημεία πιθανής διαφυγής, άλλες δυνάμεις επιχειρούσαν ταυτόχρονα σε σημεία-στόχους υπόπτων σε Αποκόρωνα, Μυλοπόταμο και Ηράκλειο.
Εκτός από τον Αλβανό φύλακα, αστυνομικοί συνέλαβαν τρεις Κρητικούς: έναν 49χρονο, που αναφέρεται ως βασικό πρόσωπο στην υπόθεση, τον 25χρονο γιο του και έναν 43χρονο. Ο πρώτος συνελήφθη στα Λιβάδια, όπου κατά την άφιξη των αστυνομικών, υπήρξαν αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από ντόπιους. Οι άλλοι δύο συνελήφθησαν στο Πέραμα.
Η ΕΛ.ΑΣ αναζητά ακόμα τέσσερις Κρητικούς που εμπλέκονται στην υπόθεση.