Ο Νίκος Κοκολάκης, πρόεδρος του Σωματείου Ξενοδοχοϋπαλλήλων Ηρακλείου, καταγγέλλει την υπουργό Εσωτερικών, Νίκη Κεραμέως, για παραπλανητική χρήση της τοπικής συλλογικής σύμβασης εργασίας στη Βουλή, υποστηρίζοντας πως χρησιμοποίησε τη σύμβαση ως παράδειγμα ευελιξίας, ιδίως όσον αφορά την 6η ημέρα εργασίας, για να προωθήσει το νομοσχέδιο για την ευέλικτη εργασία και το 13ωρο.
Καλεσμένος στο Θέμα Κρήτης 103.1 και στην εκπομπή «Πίσω Σελίδες» με τον Μάριο Διονέλλη, ο κ. Κοκολάκης χαρακτήρισε τις δηλώσεις της υπουργού “ντροπή” και “προσπάθεια παραπλάνησης” του Κοινοβουλίου και των πολιτών με “ψέματα και διαστρέβλωση” της ουσίας της σύμβασής τους, καθώς δήλωσε ότι η σύμβασή τους “ουδεμία σχέση έχει” με το νομοσχέδιο που ψηφίζεται.
Ο ίδιος τονίζει πως η κυβέρνηση έχει ήδη ψηφίσει την 6η ημέρα εργασίας με 40% προσαύξηση υπερεργασίας, αλλά εξαιρεί τους εργαζόμενους στον επισιτισμό και τον τουρισμό, χωρίς να προβλέπεται μηδενική άφεση (σαφής αποζημίωση), ενώ υπογραμμίζει ότι η πρόβλεψη για την 6η ημέρα εργασίας στην τοπική σύμβαση προέκυψε μέσω διαλόγου, δεν επιβάλλεται, αλλά ισχύει μόνο εφόσον το επιθυμεί ο εργαζόμενος, υπό προϋποθέσεις και με 20% προσαύξηση στον μισθό, λέγοντας πως αυτό αποτελεί κέρδος από συλλογική διαπραγμάτευση.
Ο κ. Κοκολάκης υποστήριξε ότι το κυβερνητικό νομοσχέδιο προωθεί την ευέλικτη εργασία ως “διευθυντικό δικαίωμα” της εργοδοσίας, ενώ η δική τους σύμβαση υπερτερεί του νόμου, όντας προς όφελος του εργαζομένου και αποτέλεσμα διαλόγου, προσθέτοντας πως μέσω της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, κατοχυρώθηκαν αρκετά δικαιώματα και παρατηρήθηκαν αυξήσεις μισθών.
Τέλος κάνει μια αποτίμηση της τουριστικής σεζόν για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους, λέγοντας πως υπήρξαν εργοδότες που δεν σεβάστηκαν τη σύμβαση, προχωρώντας σε υποδεέστερες συμφωνίες ενώ για την ψηφιακή κάρτα εργασίας σημειώνει ότι αν και εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό, υπήρξαν περιπτώσεις όπου ξενοδόχοι ή διευθυντές χτυπούσαν οι ίδιοι την κάρτα των εργαζομένων, οδηγώντας σε απώλεια εισοδήματος και κινδύνους εργατικών ατυχημάτων, προσθέτοντας ότι λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού, πολλοί εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να καλύπτουν δύο ή τρεις θέσεις εργασίας, οδηγώντας σε μεγάλη εντατικοποίηση.