Ο Νίκος Χαραλαμπίδης, γενικός διευθυντής στο Ελληνικό Γραφείο της Greenpeace, μιλά για το ζήτημα της καύσης απορριμμάτων και τις μονάδες που πρόκειται να δημιουργηθούν στην Ελλάδα (μία εκ των οποίων στο Ηράκλειο).
Καλεσμένος στο Θέμα Κρήτης 103.1 και στην εκπομπή «Πίσω Σελίδες» με τον Μάριο Διονέλλη, επισημαίνει ότι δεν είναι είναι η πρώτη φορά που στην χώρα γίνεται συζήτηση για το θέμα αυτό, ωστόσο είχε απορριφθεί ως κοστοβόρα και επικίνδυνη. Αυτό που άλλαξε σήμερα και επανέρχεται το ζήτημα με αίολα, όπως λέει, επιχειρήματα, κάνοντας λόγο για μεθοδεύσεις από το κράτος προκειμένου να το παρουσιάσει ως απαραίτητη και χρήσιμη λύση, τόσο για το ενεργειακό όσο και για τη διαχείριση των απορριμμάτων.
Όπως τονίζει, η πολιτεία έχει αποτύχει στην ανακύκλωση και στην διαχείριση απορριμμάτων με την χώρα μας να είναι στον πάτο της Ευρώπης, υποστηρίζοντας ότι αν κάνουμε καλή ανακύκλωση, κομποστοποίηση και διαλογή, το προϊόν που μένει είναι ακατάλληλο για καύση, γι αυτό και το κράτος απαξιώνει αυτές τις διαδικασίες προκειμένου να στηρίξει την προώθηση της καύσης, η οποία δεν είναι ούτε χρήσιμη ούτε απαραίτητη.
Ο ίδιος τονίζει ότι απαιτούνται πολιτικές που θα φέρουν αλλαγές και «θα σπάσουν αυγά» κάτι για το οποίο δεν είναι διατεθειμένη η κυβέρνηση να πράξει καθώς οι μονάδες καύσης θα δημιουργηθούν από μεγάλες εταιρείες και εργολάβους που θα συνάψουν συμβάσεις για δεκαετίες, χαρακτηρίζοντας την καύση ως «εύκολη λύση». Παράλληλα τονίζει ότι συζητάμε άσκοπα για Περιβαλλοντικές Μελέτες, χωρίς να ξέρουμε αν είναι χρήσιμες αυτές οι μονάδες, ποιες οι επιπτώσεις τους, ποια η οικονομική επιβάρυνση και κυρίως, ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις.
Τέλος αναφέρεται στην τοπική Αυτοδιοίκηση και στις αντιδράσεις που έχουν εκφραστεί, λέγοντας πως θα πρέπει, είτε το δεχθεί είτε όχι, να αποφασίσει τι θα κάνει τοπικά με τη διαχείριση των απορριμμάτων και να μην δεχθεί έτοιμες λύσεις που θα της παρουσιαστούν ενώ κλείνοντας αναφέρεται στο ζήτημα της δημόσιας υγείας από τις διοξίνες και υπογραμμίζει ότι ναι μεν υπάρχουν τεχνολογίες για μείωση των εκπομπών, αλλά είναι εξαιρετικά κοστοβόρες, και θέτει το ζήτημα της τοξικής στάχτης που θα παράγεται και θέλει ειδική διαχείριση.