Το μπαλάκι στην Πολιτεία ρίχνει για μια φορά ακόμη, απαντώντας στα αιτήματα των σεισμοπαθών του νομού Ηρακλείου για δανειοδότηση με ευνοϊκούς όρους, η Τράπεζα της Ελλάδος.
Αυτό αποκάλυψε στο Θέμα Κρήτης 103.1, απαντώντας στις ερωτήσεις της Μαρίας Γιαμπουλάκη και του Χριστόφορου Παπαδάκη, ο πρόεδρος του συλλόγου των σεισμόπληκτων του Αρκαλοχωρίου «Η Ελπίδα», Κώστας Γκαντάσιος.
Συγκεκριμένα, όπως τόνισε ο κ. Γκαρντάσιος, «τα θύματα για άλλη μια φορά είναι οι πολίτες. Η Πολιτεία ρίχνει την ευθύνη στις τράπεζες. Οι τράπεζες, μέσω της Ένωσης Τραπεζών και της Τράπεζας της Ελλάδος στην Πολιτεία και αυτός που τελικά πληρώνει το μάρμαρο είναι ο πολίτης».
Σύμφωνα με όσα είπε ο πρόεδρος του Συλλόγου Σεισμοπαθών του δήμου Μινώα Πεδιάδος «Η Ελπίδα», είχε σταλεί προς την Τράπεζα της Ελλάδος αίτημα για δανειοδότηση με ευνοϊκούς όρους. «Το κράτος όταν υπάρχει μια φυσική καταστροφή, επιχορηγεί το 80% σε στεγαστικό δάνειο και το 20% υποχρεωτικά το καταβάλλει η τράπεζα, ώστε να παρέχει στον πολίτη αυτά τα χρήματα. Ο πολίτης λοιπόν θα πάρει αυτά τα χρήματα για να φτιάξει το σπίτι του. Όχι για να πάει διακοπές στη Μύκονο. Όχι για να αγοράσει ένα οικόπεδο. Το θέλει αποκλειστικά για να φτιάξει το σπίτι του, είτε είναι πυρόπληκτος, είτε σεισμόπληκτος, είτε πλημμυροπαθής. Άρα λοιπόν με το που θα γίνει μια φυσική καταστροφή, βγαίνει αυτή η απόφαση και μετά περνάει και σε ΦΕΚ.
Έτσι λοιπόν το κράτος παρέχει την εγγύηση προς τα τραπεζικά ιδρύματα. Εγγυάται και το επιτόκιο. Και μάλιστα στον προϋπολογισμό, βάζει κι ένα ποσό το οποίο θα χρησιμοποιηθεί γι αυτό το σκοπό. Στην περίπτωση μας, μπήκε το ποσό των 22 εκατομμυρίων ευρώ, γι αυτή τη χρήση και μόνο. Όμως, όπως βλέπετε, όλες οι τράπεζες και μάλιστα οι τράπεζες που στηρίχθηκαν απ΄τον Ελληνικό λαό, αρνούνται να δώσουν το 20% του άτοκου δανείου».
Ο Κώστας Γκαρντάσιος σημείωσε, πως η απάντηση που έλαβε από την Τράπεζα της Ελλάδος ήταν, ότι το τραπεζικό σύστημα δε δεσμεύεται από το κράτος να δώσει κανένα δάνειο, αφού εκείνο λειτουργεί αυτόνομα και αποφασίζει.
Ο πρόεδρος του συλλόγου Ελπίδα μάλιστα, καταλήγοντας επισήμανε, ότι τον σύλλογο τους, αν τα ήξεραν όλα αυτά, δεν θα τον έλεγαν «ελπίδα», αλλά «υπομονή».