Πριν καν αρχίσουν οι κρίσεις στην τοπική Ελληνική Αστυνομία όλοι γνώριζαν πως ο Νίκος Σπυριδάκης είχε τις γνώσεις, την εμπειρία και τη θέληση να αναλάβει την Γενική Περιφερειακή Διεύθυνση Κρήτης.
Ήταν άλλωστε και σχεδόν αυτονόητο, με δεδομένο πως από τη θέση του Αστυνομικού Διευθυντή Ηρακλείου είχε χειριστεί πολύ δύσκολες υποθέσεις, πρωτόγνωρες καταστάσεις, αλλά και όλη την περίοδο της πανδημίας, που ειδικά για την Ελληνική Αστυνομία έφερνε «νέα ήθη». Η τοποθέτηση του λοιπόν στην Περιφερειακή Διεύθυνση θεωρούνταν σχεδόν δεδομένη, με δεδομένη την αξία και τις ικανότητες του.
Υπήρχε ωστόσο ένα μικρό «αγκάθι». Αυτό ήταν η περίπτωση Λυμπινάκη, ο ο οποίος και κατείχε τη θέση του Γενικού Περιφερειακού Διευθυντή Κρήτης και είχε ακουστεί πως αν και αρχικά δήλωνε πως θα σταματήσει την καριέρα του, στη συνέχεια έκανε δεύτερες σκέψεις και διεκδικούσε παραμονή στη θέση του. Κάτι που σήμαινε πως εφόσον για κάποιο λόγο αποφασίζονταν τελικά η παραμονή Λυμπινάκη στα Χανιά, θα ήταν δύσκολο να βρεθεί μία ανώτερη θέση για τον ηρακλειώτη αστυνομικό διευθυντή.
Ενώ όλα αυτά ήταν σε γνώση του Νίκου Σπυριδάκη, ο ίδιος χειρίστηκε και τη δική του «υπόθεση» όπως όλες στην καριέρα του. Με νηφαλιότητα, ηρεμία και διακριτικότητα. Ούτε για ένα λεπτό, ακόμα και σε ιδιωτικές συζητήσεις του, δεν έδειξε να ενοχλείται από τις εξελίξεις, ούτε για ένα λεπτό δεν σκέφτηκε να θίξει το συνάδελφο και ανώτερο του Περιφερειακό Διευθυντή, ούτε και να κρίνει τις αποφάσεις της κεντρικής ηγεσίας.
Περίμενε υπομονετικά τις εξελίξεις, γνωρίζοντας πως η όποια τοποθέτηση του θα σχετίζονταν με την αξία και τις ικανότητες του και τίποτα περισσότερο. Τελικά, η κεντρική ηγεσία αναγνώρισε στο πρόσωπο του τον άνθρωπο ο οποίος μπορεί να αναμορφώσει τον χάρτη της Κρήτης. Και πιστεύει πως η εμπειρία, οι γνώσεις του, αλλά και η επιχειρησιακή του δεινότητα, μπορούν να εγγυηθούν ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.