Ο Ιατρικός Σύλλογος Ηρακλείου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που πλήττεται από σοβαρές ελλείψεις σε κρίσιμο ιατρικό προσωπικό.
Όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων σε σχετικό έγγραφο του, η υποστελέχωση, που έως πρότινος μάστιζε κλινικές όπως η Παθολογική του Ρεθύμνου και η Αναισθησιολογική του Βενιζέλειου, πλέον μεταφέρεται σε όλο και περισσότερα τμήματα και εργαστήρια, όπως το Ακτινολογικό του Βενιζέλειου.
Η λύση της μετακίνησης ιατρών από άλλα νοσοκομεία, όπως το ΠΑΓΝΗ, αποδεικνύεται άνευ ουσίας, δημιουργώντας δυσλειτουργίες και παραιτήσεις, σημειώνεται χαρακτηριστικά, ενώ επισημαίνεται ότι η εξαντλητική εργασία, με ωράρια που αγγίζουν τα όρια του νόμου, υπονομεύει την ποιότητα της περίθαλψης και θίγει την υγεία των ιατρών.
Η διοίκηση του ΠΑΓΝΗ, καλώντας ακτινολόγους του νοσοκομείου να καλύψουν εφημερίες στο Βένιζελειο με “εντέλλεσθε”, αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, τονίζεται με την επισήμανση ότι απαιτούνται ριζικές λύσεις και όχι μικροεπεμβάσεις που απλώς διαιωνίζουν την κρίση.
Ο Ιατρικός Σύλλογος Ηρακλείου προτείνει:
• Κάλυψη των κενών θέσεων και όχι οι μετακινήσεις των ιατρών από νοσοκομείο σε άλλο νοσοκομείο.
• Άμεση θέσπιση οικονομικών κινήτρων, που θα προηγηθεί της προκήρυξης όλων των κενών οργανικών θέσεων των νοσοκομείων, καθώς και των θέσεων ιατρών που είναι προς συνταξιοδότηση. Οι επαναλαμβανόμενες προκηρύξεις που κρίνονται άγονες είναι η απόδειξη ότι χωρίς οικονομικά κίνητρα, το πρόβλημα θα διαιωνίζεται.
• Παροχή οικονομικών και επιστημονικών κινήτρων στους ιατρούς του ΕΣΥ, ώστε να μειωθεί ο όλο και αυξανόμενος αριθμός αποχωρήσεων από το ΕΣΥ κα- θώς και δυνατότητα συνεργασίας με ιδιώτες ιατρούς μερικής ή πλήρους απασχόλησης.
• Πρόσκληση σε κοινή συνάντηση για τα Τμήματα που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στελέχωσης, με συμμετοχή του Διοικητή της 7ης ΔΥΠΕ , του κοινού διοικητή ΠΑΓΝΗ και ΒΓΝΗ, των διευθυντών των ιατρικών υπηρεσιών, των διευθύνσεων των Τμημάτων ΠΑΓΝΗ και ΒΓΝΗ, και του ΙΣΗ για εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης!
«Έχει αποδειχθεί και στο παρελθόν ότι μέσω του διαλόγου και όχι των «εντέλλεσθε» είναι δυνατή η ανεύρεση μιας προσωρινά αποδεκτής λύσης έως την πλήρωση των θέσεων» τονίζεται καταληκτικά.