Μία από τις λύσεις που προτείνουν φορείς και σωματεία ενοικιαστών, όπως επίσης και όσοι πολίτες βιώνουν συνθήκες απελπισίας, στην προσπάθειά τους να βρουν στοιχειωδώς ποιοτική κατοικία με μηνιαίο κόστος, που να ανταποκρίνεται στα εισοδήματά τους, είναι η επιβολή “πλαφόν” στα ενοίκια, πιθανώς και σε συνδυασμό με πάγωμα κάθε αύξησης για συγκεκριμένη περίοδο. Δηλαδή, να οριστεί μια ανώτατη τιμή μίσθωσης κατοικιών, π.χ. με βάση την επιφάνεια, την ηλικία, ενδεχομένως και την περιοχή στην οποία βρίσκεται το σπίτι, ώστε να αποφεύγονται οι συνεχείς αυξήσεις τιμών και να συγκρατηθούν τα ενοίκια σε πιο φυσιολογικό επίπεδο.
Στην πράξη, όπου έχει επιχειρηθεί να εφαρμοστεί κάτι ανάλογο, έχει οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα. “Όταν έχουμε έλλειψη σε ένα αγαθό, δεν το βγάζουμε σε διατίμηση, γιατί θα περάσει στη μαύρη αγορά”, αναφέρει ο κ. Ηλίας Παπαγεωργιάδης, σύμβουλος και επενδυτής ακινήτων, επικεφαλής του ομίλου MORE Group. “Το πλαφόν στα ενοίκια θα κάνει τους ιδιοκτήτες να αποσύρουν μαζικά τα ακίνητά τους από την αγορά ή θα δημιουργήσει μία τεράστια μαύρη αγορά. Αν πχ ένα διαμέρισμα πρέπει να ενοικιαστεί με 400 ευρώ τον μήνα και το θέλουν… 50 ενδιαφερόμενοι, είναι προφανές ότι κάποιος θα βρεθεί να δώσει επιπλέον ποσό με τρόπο αφανή, κοινώς μαύρα, ώστε να το εξασφαλίσει”, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Πριν από μερικά χρόνια, πλαφόν στα ενοίκια νομοθετήθηκε στο Βερολίνο της Γερμανίας, με αποτέλεσμα στα “χαρτιά” να υπάρξει μείωση των ενοικίων, αλλά στην πράξη, να υπάρξει “όργιο” μαύρης αγοράς και μείωση των διαθέσιμων σπιτιών προς ενοικίαση κατά 30%. Οι καταγγελίες ήταν ότι πολλά ενοικιαστήρια έληξαν και στη συνέχεια οι ενοικιαστές συνέχισαν να μένουν εκεί με το ίδιο ενοίκιο, αλλά χωρίς να δηλώνεται (ώστε να αποφεύγεται και το πλαφόν).
Σύμφωνα με τον κ. Παπαγεωργιάδη, αν αυτό συνέβη σε μια χώρα, όπως η Γερμανία, στην Ελλάδα θα επικρατήσει μια ανεξέλεγκτη κατάσταση. “Θα δούμε εκβιασμούς από μερίδα ιδιοκτητών, μαύρη αγορά ενοικίων κι ενδεχομένως κάποιοι να επιλέξουν να κρατήσουν τα σπίτια τους κλειστά”, σημειώνει ο κ. Παπαγεωργιάδης. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, θα σταματήσουν να ανακαινίζονται σπίτια, με στόχο την πώλησή τους ως επενδυτικά ακίνητα, καθώς οι αποδόσεις δεν θα είναι ελκυστικές, ενώ επίσης θα μειωθούν ακόμα περισσότερο και οι νέες οικοδομές, μιας και τα ακίνητα θα γίνουν ξανά μη ελκυστική επένδυση. Το αποτέλεσμα είναι σε μερικά χρόνια να νοικιάζονται μόνο παλιά σπίτια, μη ανακαινισμένα, μέσω άτυπων πλειστηριασμών “μαύρων”.
Όπως αναφέρει και ο κ. Στράτος Παραδιάς, πρόεδρος της ΠΟΜΙΔΑ, “όσοι μιλούν δημόσια για το στεγαστικό πρόβλημα, παραγνωρίζουν το ότι ενώ η ζήτηση συνεχώς αυξάνεται, η προσφορά κατοικιών διαρκώς περιορίζεται λόγω των υψηλών φορολογικών συντελεστών που καθιστούν ασύμφορη την εκμίσθωσή τους, αλλά και λόγω του συνεχώς αυξανόμενου κόστους των εργασιών συντήρησης, ανακαίνισης και ενεργειακής αναβάθμισης των παλαιών κατοικιών. Επίσης, δεν αναφέρουν την ανάγκη ύπαρξης συστήματος αξιολόγησης της φερεγγυότητας των υποψήφιων ενοικιαστών, ώστε να πάψουν οι ιδιοκτήτες να πέφτουν θύματα παραβατικών ατόμων, εμφανιζομένων ως δήθεν “ενοικιαστών” που εγκαθίστανται στις κατοικίες με το εξ αρχής σχέδιο να μην πληρώσουν απολύτως τίποτε. Ούτε προτείνονται ρεαλιστικές λύσεις, αλλά μόνον ενοικιοστασιακές δεσμεύσεις, “πλαφόν” κλπ. που θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο την προσφορά, και θα διογκώσουν περαιτέρω το υπαρκτό αυτό πρόβλημα”.
Με βάση σχετική ανάλυση του Ινστιτούτου Eteron, σε διαφορετικές ιστορικές φάσεις της χώρας, “η αγορά ενοικίων αποτέλεσε αντικείμενο έντονης δημόσιας συζήτησης και δημόσιας παρέμβασης με στόχο τον έλεγχο της ανόδου των τιμών ώστε να καλυφθεί η μεγάλη ζήτηση από χαμηλά εισοδήματα. Όπως καταγράφεται σε δημοσιεύματα στον Τύπο, το αίτημα για έλεγχο των ενοικίων εμφανίζεται: α) την περίοδο εγκατάστασης των προσφύγων στα μεγάλα κέντρα (1924-33), β) τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (1946-47) με το ενοικιοστάσιο Σοφούλη, γ) την περίοδο 1977-79 με την απελευθέρωση των ενοικίων, δ) την περίοδο 1985-86 με τη λεγόμενη κρίση των ενοικίων, ε) την περίοδο 1995-96 με την πλήρη απελευθέρωση των ενοικίων, και στ) πιο πρόσφατα την περίοδο της κρίσης λόγω της οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετωπίζουν οι ενοικιαστές/ριες, όπου στο πλαίσιο των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων επιταχύνεται η διαδικασία έξωσης”, αναφέρεται στην ανάλυση.
Πάντως, στην πρόσφατη έρευνα της Kapa Research για λογαριασμό της ΠΟΜΙΔΑ, που πραγματοποιήθηκε πριν από σχεδόν δύο μήνες, προκύπτει ότι κατά την διάρκεια της τελευταίας τριετίας, αύξηση ενοικίου έχει πραγματοποιήσει μόνο το 36% των ιδιοκτητών διαμερισμάτων, ενώ το 62% έχει κρατήσει τις τιμές σταθερές. Από αυτούς που έχουν προβεί σε αύξηση ενοικίου, το 86% έχει αυξήσει τις τιμές έως 20%, ενώ το 12% έχει προβεί σε αυξήσεις ενοικίων που κυμαίνονται από 20% έως 50%. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σχεδόν ένας στους τρεις ιδιοκτήτες (32%) εκτιμά ότι δεν είναι συμφέρον να διαθέτει κανείς σήμερα ακίνητα για να τα νοικιάζει.
Πηγή: capital.gr