Σημαντικές αρχαιολογικές αποκαλύψεις έφερε στο φως η συστηματική ανασκαφή του 2024 στον Λόφο Καστέλλι της Παλιάς Πόλης των Χανίων, υπό τη διεύθυνση της Δρ. Μαρίας Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη και την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων.
Αναλυτικά όσα αναφέρονται στο κείμενο που δημοσιεύτηκε με τις ανακαλύψεις:
Η συστηματική ανασκαφική έρευνα στον λόφο Καστέλλι στην Παλιά Πόλη των Χανίων υπό τη διεύθυνση της δρος Μαρίας Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη και με φορέα την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων, διεξήχθηκε κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2024 και επικεντρώθηκε στο «οικόπεδο της οδού Κατρέ αρ. 1».
Γενικά, οι ανασκαφές στον λόφο Καστέλλι θεωρούνται από τις πιο δύσκολες στο είδος τους. Τα πολύ πυκνά και πολυπληθή αλλεπάλληλα στρώματα αρχαίας κατοίκησης – ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ.- ανάμεσα στα οικοδομήματα της Παλιάς Πόλης Χανίων, υποχρεώνουν την έρευνα να προχωρεί αργά, αντιμετωπίζοντας παράλληλα πλήθος σύγχρονων προβλημάτων μέσα στον πυκνοκατοικημένο ιστό.
Επιπλέον, η παρουσία στην ανασκαφή Κατρέ ενός ενεργού σεισμικού ρήγματος με ισχυρά αποτυπώματα δράσης ανά τους αιώνες, πολλαπλασιάζει τις δυσκολίες, έχοντας διαμορφώσει μοναδικά στρώματα με κλίση έως 80%, που μόνο πολύ έμπειροι τεχνίτες μπορούν να αντιμετωπίσουν. Παρά ταύτα, κάθε χρόνο η συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας ανταμείβει την πόλη με νέα στοιχεία που προστίθενται στην μακραίωνη ιστορία της ως μιας από τις αρχαιότερες πόλεις της Ευρώπης.
Κατά την έρευνα στο οικόπεδο «Κατρέ 1» του 2024 ήρθε επιτέλους στο φως το αποδεικτικό στοιχείο ότι ο πολύ μεγάλος υπόστυλος χώρος συγκέντρωσης κόσμου και τελετουργιών ήταν ένα είδος loggia. Στην ανατολική άκρη του χώρου που διερευνήθηκε το 2024, το χαλικάσβεστο δάπεδο (tarazza) σταματά απότομα χωρίς ίχνος τοίχου και ξεκινά χωμάτινο δάπεδο έξω από τον υπόστεγο χώρο.
Στα βόρεια και δυτικά όλου του υπόστυλου χώρου, οι τοίχοι, κατασκευασμένοι από πολύ μεγάλους λίθους, ορθογωνισμένους και καλοδουλεμένους αλλά και ογκόλιθους, προϋποθέτουν δεύτερο τουλάχιστον όροφο. Ο βόρειος τοίχος με τα ανοίγματά του είναι τοιχογραφημένος και στρέφεται σε ορθή γωνία προς τα ανατολικά, σε μικρό μήκος.
Από τον δυτικό τοίχο που βρίσκεται έξω από τα όρια της ανασκαφής έχουν βρεθεί πολλοί πεσμένοι μεγάλοι λίθοι και ογκόλιθοι. Λίθοι αυτών των τοίχων χρησιμοποιήθηκαν στα αμέσως επόμενα υστερομινωικά ΙΙΙΓ χρόνια (1200 -1150 π.Χ.) για αμυντικό έργο στο βόρειο άκρο της ανασκαφής. Επομένως, η υπόστυλη αίθουσα-loggia ως ευρισκόμενη μπροστά από τις μνημειώδεις αυτές κατασκευές είχε πράγματι χαρακτήρα τελετουργικό και υποδοχής κοινού που εισερχόταν στο ανάκτορο.
Με το να διασχίζεται από το ενεργό σεισμικό ρήγμα με τα καταστροφικά του αποτελέσματα και την συγκλονιστική εικόνα που δημιούργησε, υπήρξε το πλέον κατάλληλο σημείο για την διεξαγωγή της μεγάλης θυσίας ζώων και παρθένου κατά τα μυκηναϊκά χρόνια, μοναδικής και αποδεδειγμένης θυσίας παρθένου στην ιστορία της μυκηναϊκής αρχαιολογίας (η μινωική θυσία ανδρός στις Αρχάνες είναι παλαιότερη και χρονολογείται στον 17ο αι. π.Χ.) .
Από την καταστροφή του ανακτορικού συγκροτήματος γύρω στο 1250 π.Χ. (υστερομινωική ΙΙΙΒ1 φάση) προέρχεται και ένα πολύ σημαντικό και σπάνιο εύρημα, παρότι εντοπίστηκε υψηλότερα, σε στρώμα του 7ου αι. π.Χ., με ιδιαίτερη βαρύτητα για την ανασκαφή του μινωικού ανακτορικού κέντρου στον λόφο Καστέλλι. Είναι ένα ταπεινό αλλά ιδιαίτερα αποκαλυπτικό και αδιαμφισβήτητο τεκμήριο για την αναγνώριση της Κυδωνίας ως ενός σπουδαίου ανακτορικού κέντρου στα κρητομυκηναϊκά χρόνια (1400-1200 π.Χ.). Πρόκειται για μια πήλινη ενεπίγραφη ετικέτα (clay label) με τρία εγχάρακτα σημεία στην Γραμμική Β’ γραφή.
Η επιγραφή αναφέρεται στην ορεινή πόλη της δυτικής Κρήτης o-du-ru-we ή o-du-ru-wo (Όδρυς ή Όθρυς) και σε πρόβατα. Στην πίσω πλευρά της έχει έντονα τα αποτυπώματα από το πλεκτό καλάθι στο οποίο την προσάρτησαν, νωπή ακόμη, για να συνοδεύσει και να δηλώσει το περιεχόμενό του από ντοκουμέντα του ανακτόρου που σχετίζονταν με την συγκεκριμένη πόλη.
Οι ενεπίγραφες πήλινες ετικέτες συνδέονται απαραίτητα με τα αρχεία ενός ανακτόρου και πάντα αναφέρονται στο όνομα μιας πόλης. Τέτοιες πήλινες ενεπίγραφες ετικέτες έχουν βρεθεί έως σήμερα μόνο στα ανάκτορα της Κνωσού και της Πύλου και συγκεκριμένα σε δωμάτια των αρχείων τους. Τώρα προστίθεται και το κρητομυκηναϊκό ανάκτορο της Κυδωνίας. Η ετικέτα των Χανίων αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι βρισκόμαστε ήδη μέσα στο ανακτορικό συγκρότημα της τελικής ανακτορικής περιόδου (1350-1250 π.Χ.) και κάπου εδώ κοντά υπάρχουν τα πολύτιμα αρχεία του, όπως εξάλλου έχουμε υποθέσει εξαρχής με την ανεύρεση δύο ακόμη πινακίδων Γραμμικής Β΄, δύο Γραμμικής Α΄ και ενός πήλινου ενεπίγραφου δισκίου. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ανασκαφή Κατρέ 1 είναι σχεδόν απέναντι από την Κατρέ 10 όπου έχει αποκαλυφθεί αρχείο της Γραμμικής Α΄ γραφής.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το 2024 σε τομή έξω από τον υπόστυλο χώρο εντοπίστηκε καθαρό στρώμα υστερομινωικής ΙΙ κατοίκησης (1450-1400 π.Χ.) με χαρακτηριστική κεραμεική. Επιβεβαιώνεται ότι στα χρόνια αυτά, αμέσως μετά την μεγάλη καταστροφή του 1450 π.Χ. περίπου, οι άνθρωποι επισκεύασαν τα ερείπια και τα χρησιμοποίησαν για κατοικία, ενώ όλες οι μαγειρικές και εργαστηριακές δραστηριότητες γίνονταν στο ύπαιθρο. Τα κεραμεικά ευρήματα δηλώνουν ότι το ντόπιο εργαστήριο της Κυδωνίας χρησιμοποιούσε αρκετά τον λευκό πηλό και υπήρχε έντονη επαφή με την Κεντρική Κρήτη και την Πελοπόννησο.
Στην υστερογεωμετρική ΙΙ περίοδο (α’ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. για την περιοχή των Χανίων) τοποθετείται χρονολογικά μικρός μεταλλουργικός κλίβανος, μάρτυρας, πιθανότατα για την κατεργασία σιδήρου, αν κρίνουμε από τις πολλές σκωρίες σιδήρου που περισυλλέχθηκαν τριγύρω. Ο χώρος της ανασκαφής, στο ΝΔ άκρο του λόφου του Καστελλιού, κατά τα γεωμετρικά χρόνια ήταν υπαίθριος και χρησίμευε για εργαστηριακές δραστηριότητες, όπως δηλώνουν τα έντονα καψίματα, οι πολλές εστίες και τα λίθινα εργαλεία.
Πολύ σημαντικό συμπέρασμα της τελευταίας ανασκαφής υπήρξε ο εντοπισμός ενός ακόμη μεγάλου σεισμού που έγινε στην Κυδωνία στο τέλος του 6ου / αρχή του 5ου αι. π.Χ., ο οποίος άφησε χαρακτηριστικά ίχνη στον χώρο. Ειδικά στην τάφρο Ζ που βρίσκεται εντός του ρήγματος, χαρακτηριστικό δείγμα της έντασης του σεισμού αυτού είναι τα εντυπωσιακά αποτυπώματα από τις ρηγματώσεις πάνω στο χώμα και η παντελής καταστροφή του αρχαϊκού τοίχου 12 στο νοτιοανατολικό άκρο της τάφρου με την κλιμακωτή διασπορά των λίθων του σε διαφορετικά επίπεδα, με έντονη κλίση από νότο προς βορρά.
Μέχρι σήμερα στον χώρο της ανασκαφής Κατρέ 1 έχουν αναγνωριστεί ίχνη από τέσσερις μεγάλους σεισμούς: στο μέσον του 13ου αι. π.Χ. , στην αρχή του 6ου αι. π.Χ., στο τέλος του 6ου / αρχή του 5ου αι. π.Χ. και στο 365 μ.Χ, με τον σεισμό-«τέρας» πάνω από 8 Richter. Σε σχέση με τον τελευταίο αυτό σεισμό αποκαλύφθηκε φέτος τμήμα υστερορωμαϊκού δαπέδου, το οποίο έχει κατακρημνισθεί και ταυτόχρονα ανασηκωθεί σχεδόν κατακόρυφα ενώ ο τοίχος που αντιστοιχεί σε αυτό, στα δυτικά του, έχει κομματιαστεί στα δύο, έχει ρηγματωθεί, μετακινηθεί προς τα δυτικά και βυθιστεί κατά το νότιο τμήμα του.
Ο χώρος της οδού Κατρέ αρ. 1 είναι μοναδικός για την αρχαιολογική επιστήμη καθώς αποτελεί σημείο αναφοράς για ανθρωποθυσίες στα μυκηναϊκά χρόνια. Παράλληλα, αποτελεί σημείο αναφοράς για την παλαιοσεισμική επιστήμη καθώς διασχίζεται από ενεργό σεισμικό ρήγμα και διατηρεί in situ έντονα ίχνη πολλαπλών μεγάλων σεισμών. Κατά τους γεωλόγους του Πολυτεχνείου Κρήτης, με τους οποίους συνεργαζόμαστε, αποτελεί σπουδαίο σχολείο για τους φοιτητές γεωλογίας.
Η έρευνα του 2024 χρηματοδοτήθηκε από το Ινστιτούτο για την Προϊστορία του Αιγαίου (INSTAP) και υποστηρίχθηκε από την ΕΦΑ Χανίων και από εθελοντές. Εκπρόσωπος της Εφορείας και κύρια συνεργάτιδα της ανασκαφής είναι η Ευτυχία Πρωτοπαπαδάκη, συνεπικουρούμενη από τον αρχιτεχνίτη Μανώλη Τσιτσιρίδη.
Στην έρευνα συμμετείχαν η αρχαιολόγος Ηρώ Τσιριντουλάκη, οι απόφοιτοι αρχαιολογίας Έλενα Βασιλοπούλου, Δημήτρης Καρατζάνης, Κατερίνα Ξενάκη και George Tillotson και ο φοιτητής αρχαιολογίας Βασίλης Χαρωνίτης. Αρχιτεχνίτες ήσαν ο Γιάννης Μπιτσάκης και ο Διονύσης Αλυφαντής και συντηρήτρια η Αλεξία Γραμματικάκη.
Και κατά το 2024 οι καθηγητές του Πολυτεχνείου Κρήτης Εμμ. Μανούτσογλου και Νόνη Μαραβελάκη πρόσφεραν την πολύτιμη βοήθειά τους στην ανασκαφή. Σταθερή είναι η συνεργασία της αρχαιολόγου-περιβαλλοντολόγου δρ Ανάγιας Σαρπάκη, η οποία ασχολήθηκε με την μελέτη του αρχαιοβοτανικού υλικού με την συνδρομή των ξεναγών Σταύρου Σταυρουλάκη, Σοφίας Μπαγορδάκη και Ελευθερίας Μανούσου και των φοιτητών αρχαιολογίας Αλέξανδρου Μπαλωμενάκη και Βασίλη Χαρωνίτη. Πολύτιμη είναι η συνεργασία με τον καθηγητή Louis Godart στην αναγνώριση και ανάγνωση των γραπτών κειμένων. Καταγραφή του κεραμεικού υλικού πραγματοποιήθηκε από τον αρχαιολόγο Γιάννη Λούλα.
Στη συντήρηση της κεραμεικής εργάστηκε η συντηρήτρια Αλεξία Γραμματικάκη, στην ηλεκτρονική αποτύπωση και την επεξεργασία των σχεδίων, ο τοπογράφος Χαράλαμπος Ακρίβας και οι αρχιτέκτονες Ειρήνη Βλαζάκη και Άννα Τσιτωνάκη και στην φωτογράφηση ο Γιώργος Αναστασάκης και ο Μάρκος Ανδρεαδάκης.
Επίσης, σε τελικό στάδιο είναι οι αναλύσεις σημαντικού αριθμού δειγμάτων ξυλανθράκων από το στρώμα καταστροφής του μυκηναϊκού ανακτορικού συγκροτήματος, ενταγμένες σε διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό τον προσδιορισμό του είδους του δένδρου, την δενδροχρονολόγηση και την ραδιοχρονολόγηση.
Στο πρόγραμμα συνεργάζονται το πανεπιστήμιο Nicolaus Copernicus στην Πολωνία και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με επικεφαλής τον καθηγητή Tomasz Wazny και την δρα Αναστασία Χριστοπούλου αντίστοιχα και την συμμετοχή των δρ. Jennifer Moody (ΗΠΑ), Anna Elzanowska (Πολωνία) και Yasemin Özarslan (Τουρκία). Σημαντικό είναι και το πρόγραμμα μελέτης της αρχαίας ορνιθοπανίδας από τις ανασκαφές στον λόφο που συντονίζεται και διεξάγεται από την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Τορίνου Beatrice Demarchi.
Φέτος, το ανακτορικό κέντρο της κρητομυκηναϊκής Κυδωνίας και η τέλεση ανθρωποθυσίας στον χώρο του εντυπωσίασαν το αμερικανικό και διεθνές κοινό, κατά τις εργασίες του Παγκόσμιου Συνεδρίου του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αμερικής (ΑΙΑ), το οποίο είναι η παλαιότερη επιστημονική κοινότητα της Βόρειας Αμερικής και ο μεγαλύτερος οργανισμός στον κόσμο της αρχαιολογίας. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου 2025 και η ανασκαφέας Μαρία Βλαζάκη είχε ωριαία διάλεξη στην ειδική συνεδρίαση του INSTAP.