Broomhall House, Σκωτία. Η αρχοντική πατρογονική έπαυλη, επί 300 χρόνια έδρα της οικογένειας Μπρους, των κομήτων του Ελγιν, παραμένει ένα σεβαστό ορόσημο στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Ενα ιστορικό στολίδι αναγεννησιακής κλασικής αρχιτεκτονικής στη χερσόνησο Φάιφ. Διατίθεται για ομαδικές περιηγήσεις, ιδιωτικά δείπνα, διαφημιστικές καμπάνιες, λανσάρισμα προϊόντων, εταιρικές εκδηλώσεις, δεξιώσεις υψηλού επιπέδου, κινηματογραφήσεις ταινιών.
Περιβάλλεται από ιδιωτικό κτήμα περίπου 10.000 στρεμμάτων. Εκεί όπου επί δεκάδες χρόνια καλλιεργείται βυνοποιημένο κριθάρι ως κύριο συστατικό του ουίσκι, εκτρέφονται τα περίφημα βοοειδή Aberdeen Angus και βόσκουν ντόπια πρόβατα με τη μαύρη μούρη. Τι δουλειά έχει σε αυτό το καταπράσινο αγροτικό βουκολικό και εμπορευματοποιημένο τοπίο η θαυμαστή τέχνη της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής; Μια ματιά στο επιβλητικό εσωτερικό του αχανούς οικοδομήματος λύνει την απορία. Ανάμεσα σε άλλα εκλεκτά κειμήλια, ο χώρος διακοσμείται από αρχαία ελληνικά κιονόκρανα, επιτύμβιες επιγραφές, θραύσματα γλυπτών, γύψινα εκμαγεία σκαλισμένων αγαλματιδίων.
Ολα αποσπάσματα των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μαζί με τον κύριο όγκο των διαμελισμένων γλυπτών των αετωμάτων, των μετοπών και της ζωφόρου του Παρθενώνα που είναι εγκατεστημένα στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο αποτελούν απόρροια βανδαλισμού, σύλησης και μαζικής φυγάδευσης του υλοποιημένου καρπού της έμπνευσης του Ικτίνου, του Καλλικράτη και του Φειδία. Αποχωρισμένου βίαια από τα δοξασμένα μνημεία της Ακρόπολης της Αθήνας: τον Παρθενώνα, τα Προπύλαια, τον Ναό της Αθηνάς Νίκης, το Ερέχθειο.
Ο πύργος στη Σκωτία
Δράστης της διαβόητης υπεξαίρεσης της αρχαιοελληνικής κλασικής κληρονομιάς ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Ελγιν και του Κινκαρντάιν, γνωστός στην εποχή του ως λόρδος Ελγιν. Για τη βάρβαρη αποξήλωση, αφαίρεση και αρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα, ο ίδιος προφασιζόταν ότι η μεταφορά τους στη Βρετανία θα ήταν «ωφέλιμη για την πρόοδο των καλών τεχνών». Στην πραγματικότητα ο Σκώτος αριστοκράτης, που ακροθιγώς είχε ακουστά τον Περικλή του Χρυσού Αιώνα, ήθελε μόνο να πλουμίσει τα πολιτιστικά του διαπιστευτήρια.
Προπαντός επιθυμούσε να στολίσει με την υψηλότερη έκφραση πολιτισμού που απέπνεε η αρχαιοελληνική μεγαλοπρέπεια την προγονική του κατοικία Broomhall House. Είχε αρχίσει να ανακαινίζει ένα παλιό τμήμα της και να χτίζει καινούρια το 1798 σε κλασικό ελληνικό ύφος, που αποτελούσε εκείνη την εποχή την κορυφαία τάση της αρχιτεκτονικής. Ο σπουδαγμένος στη Ρώμη αρχιτέκτονας της επισκευής, επέκτασης και ανέγερσης του νέου οικήματος, ο αρχαιολάτρης Τόμας Χάρισον, τον ενθάρρυνε να αποκτήσει σχέδια αποτύπωσης σε χαρτί και καμβά των μνημείων, καθώς και εκμαγεία από σωζόμενα αντικείμενα της κλασικής περιόδου ώστε να προβεί στην αξιοζήλευτη διακόσμηση του σπιτιού. Η προτροπή του συνάντησε την αρπακτική πλεονεξία του λόρδου. Που με τη σειρά της στοιχήθηκε με τις περιστάσεις ώστε να τον καταστήσει αιωνίως σκανδαλώδη λαφυραγωγό, διαγουμιστή και πλιατσικολόγο.
Ποιος ήταν ο λόρδος Έλγιν: Έζησε σαν άρπαγας, πέθανε κυνηγημένος από τους δανειστές του
Η κατοικία Broomhall House. Σκοπός του Ελγιν ήταν να μεταφέρει στην πατρογονική του εστία τα Γλυπτά του
Παρθενώνα για να την αναβαθμίσει αισθητικά
Στα 33 του χρόνια, λίγο πριν από το χάραμα του 19ου αιώνα, ο Ελγιν ήταν ένας εργένης με εύθραυστη υγεία. Βασανιζόταν από σπάνια δερματική ασθένεια που κατέτρωγε το πρόσωπό του και σταδιακά αποσυνέθετε τη μύτη του. Αν και δε ήταν συφιλιδικός, υπέφερε ακόμη από άσθμα και ρευματισμούς. Παρότι εκείνα τα φεγγάρια είχε εμφανισιακά τα μαύρα του τα χάλια, ήταν μορφωμένος από τα καλά σχολεία όπου σπούδασε και παρέμενε αξιοπρεπής εξαιτίας της αναρρίχησής του στις τάξεις του στρατού.
Είχε λάβει τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη σε ηλικία 29 ετών, είχε δημιουργήσει και διοικήσει το δικό του σύνταγμα, τους Elgin Highland Fencibles. Και βέβαια, ίσχυαν στο ακέραιο τα αριστοκρατικά του διαπιστευτήρια και οι διπλωματικές του αποστολές. Το ιδιόκτητο κτήμα Broomhall το οποίο μίσθωνε σε διάφορους αγρότες του απέφερε σχετικά χαμηλές ετήσιες αποδόσεις, ανίκανες να υποστηρίξουν το είδος της ζωής που οραματιζόταν. Μια καλή προίκα θα ήταν μια επιτυχημένη διέξοδος για τα μεγαλεπήβολα όνειρά του. Φλέρταρε και παντρεύτηκε τη Μαίρη Νίσμπετ του Ερλτον, την πλούσια μοναχοκόρη και κληρονόμο του στρατιωτικού, βουλευτή και ευγενούς μεγαλοκτηματία Γουίλιαμ Χάμιλτον Νίσμπετ. Ο γάμος τού εξασφάλιζε μια πλουσιοπάροχη ζωή. Την ίδια χρονιά μυρίστηκε ότι η βρετανική κυβέρνηση σχεδίαζε να στείλει έναν πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη του Οθωμανού σουλτάνου Σελίμ Γ’.
Το δήθεν φιρμάνι
Ζήτησε εγκαίρως τη θέση και την πήρε. Υπέθετε ότι στη θερμότερη Κωνσταντινούπολη ο ζεστός καιρός ίσως θεράπευε τις ασθένειές του.
Κατέφτασε φανταχτερά με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1799 μαζί με τη σύζυγό του, συνοδεία καλλιτεχνών, μουσικών και πλήθος υπηρετών. Οι τουρκικές αρχές τον υποδέχτηκαν και του συμπεριφέρθηκαν ως τον διάδοχο του αγγλικού θρόνου. Προηγουμένως, όμως, ο ίδιος είχε κάνει μια στάση στη Νάπολη. Στην πρωτεύουσα της Καμπανίας προσέλαβε τον Ναπολιτάνο ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι προκειμένου αυτός να ταξιδέψει στη Αθήνα μαζί με τον γραμματέα του Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον για να ξεκινήσουν την επιχείρηση αποτύπωσης με ζωγραφικά αντίγραφα και καλούπια των γλυπτών και των κτισμάτων της Ακρόπολης. Στην υποδουλωμένη Αθήνα ο παραδόπιστος Τούρκος δισδάρης, φρούραρχος της Ακρόπολης και αγάς του οχυρωμένου Κάστρου της αμειβόταν πλουσιοπάροχα για να κάνει τα στραβά μάτια στο «συνεργείο» του Ελγιν. Η φρουρά που διέμενε στον Ιερό Βράχο σε άθλιες πλίθινες παράγκες με διάτρητες σκεπές τις οποίες είχε χτίσει ανάμεσα στα μνημεία έπαιρνε και αυτή το μπαξίσι της. Στη διπλωματική ρουτίνα του στην Πόλη ο Ελγιν ονειρευόταν μεγαλεία καθώς τρώγοντας του άνοιγε περισσότερο η όρεξη.
Στο κάτω-κάτω, όποιος ξένος περιηγητής περνούσε από την Αθήνα σούφρωνε κι από ένα αρχαίο αντικείμενο ως σουβενίρ για το σπίτι. Ακόμη πιο πολύ ο Γάλλος διπλωμάτης Λουί Φρανσουά Σεμπαστιάν Φοβέλ, πρώην πρεσβευτής της χώρας του στον Οθωμανό σουλτάνο, είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα από το 1793 και είχε γίνει ο πιο διακεκριμένος αρχαιοκάπηλος και συστηματικός κλέφτης αρχαιοτήτων. Είχε κιόλας στείλει στο Λούβρο μια μετόπη και ένα τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα, ενώ το σπίτι του στην Πλάκα στέναζε από μια μεγάλη συλλογή υπεξαιρεμένων αρχαιοτήτων.
Του έλειπε σε εκείνη τη φάση ο άνθρωπος-κλειδί, το «εργαλείο» για τη βρόμικη δουλειά. Τον ανακάλυψε στο πρόσωπο του δόκτορος Φίλιπ Χαντ, του ιερέα του παρεκκλησίου της βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Του «πραγματικού αρχιαπατεώνα», όπως τον είχε περιγράψει η Μελίνα Μερκούρη στην ιστορική ομιλία της το 1986 στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Αυτός απέσπασε ανορθόδοξα το έγγραφο του καϊμακάμη Σεγούτ Αβδουλάχ, ενός ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου που αναπλήρωνε τον μεγάλο βεζίρη Γιουσούφ Γιζά, ο οποίος έλειπε ταξίδι στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με αυτό, επιτρεπόταν η αφαίρεση λίθων και γλυπτών από την Ακρόπολη. Η απλή αυτή προσωπική επιστολή υπογεγραμμένη από έναν πασά, σε αντίθεση με ένα φιρμάνι υπογεγραμμένο από έναν σουλτάνο, το οποίο πρόσφερε απόλυτη νομιμοποίηση ενεργειών εντός της οθωμανικής επικράτειας, είχε αμφισβητήσιμη, αν όχι καμία εγκυρότητα. Ποτέ δεν πήρε άδεια να αφαιρέσει αρχαιότητες. Μόνο συγκατάθεση για επίσκεψη στον χώρο. Εκμεταλλεύτηκε, ωστόσο, την ασάφεια του κειμένου, τη γενικόλογη αοριστία, την περσοαραβική γραφή, την αβέβαιη μετάφραση στα ιταλικά. Και φυσικά, την επίδειξή της προς τεκμηρίωση της επικείμενης λαφυραγώγησης σε αμόρφωτους ανθρώπους.
Το ναυάγιο
Ο σουλτάνος δεν είχε πάρει χαμπάρι τι είχε παιχτεί πίσω από την πλάτη του. Τι σημασία είχε; Οκτώ χρόνια αργότερα θα δολοφονούνταν διά στραγγαλισμού στο σεράι και η σορός του θα πεταγόταν απάνθρωπα από τα τείχη της πόλης. Στον λόρδο, πάντως, αρκούσε το κίβδηλο χαρτί που πλάσαρε ως γνήσιο ντοκουμέντο. Εστειλε τον αιδεσιμότατο Χαντ στη Αθήνα, προσέλαβε καμιά 300αριά ανειδίκευτους εργάτες και χαμάληδες, μετέφερε πρωτόγονα και χονδροειδή εργαλεία αποξήλωσης, χρησιμοποίησε ετοιμόρροπες σκαλωσιές, τροχαλίες, σχοινιά, πριόνια, σφυριά, σμίλες και ξεκίνησε την άγαρμπη διάλυση των ιερών μνημείων. Τον Αύγουστο του 1801 αποκαθήλωσε τις πρώτες μετόπες από τον Παρθενώνα.