Το δημογραφικό έχει πρόσφατα αναδειχθεί σε «μέγα-πρόβλημα» και επικεντρώνεται κυρίως στις γεννήσεις, καθώς αυτές μετά από μια περίοδο σταθεροποίησής τους γύρω από τις 150 χιλιάδες ετησίως κατά μέσο όρο τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, συρρικνώνονται μετά το 1980, η πτώση τους ανακόπτεται προσωρινά την πρώτη δεκαετία του 2000 και συνεχίζεται έκτοτε.
Όπως δε οι θάνατοι αυξάνονται εξαιτίας της γήρανσης, η διαφοροποιημένη πορεία γεννήσεων και θανάτων είχε επιπτώσεις και στο φυσικό ισοζύγιο καθώς αυτό περιορίζεται συνεχώς, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000, για να μετατραπεί από θετικό σε αρνητικό μετά το 2010.
Πρόκειται για κάποια από τα συμπεράσματα που αναφέρονται σε ψηφιακό δελτίο του νεο-δημιουργηθέντος Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών(ΙΔΕΜ) με θέμα «Η γονιμότητα των γενεών στην Ελλάδα και το περιβάλλον για την απόκτηση των παιδιών τους». Οι συγγραφείς του άρθρου αυτού (οι καθ. Βύρων Κοτζαμάνης και Αναστασία Κωστάκη, ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ) σημειώνουν ότι αν η μείωση των γεννήσεων μετά το 2009 οφείλεται και στη μείωση του πλήθους των γυναικών 20-44 ετών (- 25% ανάμεσα στο 2009 και το 2023) δεν ισχύει το ίδιο και για τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 καθώς οι 20-44 ετών αυξήθηκαν κατά 25% ανάμεσα στα τέλη του ‘70 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000. Ο υπο-διπλασιασμός των γεννήσεων ανάμεσα στη δεκαετία του 2010 κατά την οποία δεν αναμένεται να υπερβούν τις 770 χιλ. και σε αυτήν του ‘50 (1,542 εκατ.) αναφέρουν οι δυο καθηγητές, οφείλεται βασικά στη συνεχή σχεδόν μείωση του μέσου αριθμού παιδιών που έφεραν στον κόσμο οι μετά το 1930 γενεές. Ειδικότερα, σημαντικές αλλαγές, κατ’ αυτούς, χαρακτηρίζουν τη γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1930-35 και το 1995, των γενεών δηλαδή από τις οποίες προέρχονται όλες σχεδόν οι από το 1955 και μέχρι σήμερα γεννήσεις. Οι μεγαλύτερες από τις γυναίκες αυτές, όσες γεννήθηκαν από το 1930 έως και τα μέσα ης δεκαετίας του 1950 έκαναν 2,25-2,00 παιδιά γύρω από τα 28 τους. Όσες όμως, γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ‘50, άρχισαν να περιορίζουν γρήγορα τον αριθμό τους και να τα κάνουν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: 1,90 παιδιά και στα 26 τους, αυτές που γεννήθηκαν γύρω από το 1960, λιγότερα από 1,5 κατά μέσο όρο όσες έχουν γεννηθεί γύρω από το 1985 αλλά σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία, στα 31,5 έτη.
Η πτώση αυτή της γονιμότητας που αποτυπώνεται και στη, μετά το 1980, μεγάλη μείωση των γεννήσεων συνδυάζεται, σύμφωνα με τους ερευνητές, με δυο σημαντικές αλλαγές: ι) τη μείωση των 3 και άνω γεννήσεων και ιι) την προοδευτική αύξηση των γυναικών/ζευγαριών που δεν αποκτούν παιδιά, των ποσοστών δηλαδή ατεκνίας που από 12-14% στις γενεές 1960 αυξάνεται στο 22-24% σε αυτές που γεννήθηκαν γύρω από το 1985. Η αύξηση της ατεκνίας σε συνδυασμό με τη μείωση των πιθανοτήτων όσων έχουν ένα πρώτο παιδί να κάνουν ένα δεύτερο και όσων έχουν κάνει το δεύτερο να κάνουν ένα τρίτο, επηρεάζει αναπόφευκτα και τον μέσο αριθμό παιδιών που απέκτησαν οι γενεές αυτές: από 2.250 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1930 σε λιγότερα από 1.500 στις 1.000 που γεννήθηκαν γύρω από το 1985 (δηλ. στις εγγονές τους). Οι δυο δημογράφοι θέτουν και το ερώτημα αν είναι δυνατόν να αυξηθεί η γονιμότητα (ο αριθμός δηλαδή των παιδιών) στις νεότερες γενεές και αν ναι, πώς. Εκτιμούν ότι η αύξηση του αριθμού παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο τις αμέσως επόμενες δεκαετίες οι νεότερες γενεές, δεν είναι ανέφικτη αν δημιουργηθεί και στη χώρα μας ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτησή τους. Αυτό θα επιτρέψει μεσο-μακροπρόθεσμα την αύξησή των γεννήσεων από τα σημερινά ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (72,5 χιλ. το 2023), και, προοδευτικά, αργότερα, ένα πολύ πιο ισορροπημένο ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων και μια επιβράδυνση της γήρανσης.
Για να γίνει αυτό απαιτείται το «κλείσιμο» της διαφοράς ανάμεσα στον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν και σε αυτόν που κάνουν οι διαδοχικές γενεές, η προοδευτική δηλαδή αύξηση από 1,45 παιδιά που έφεραν στον κόσμο όσες γυναίκες γεννήθηκαν γύρω από το 1985 σε 1,8-1,9 αυτές που έχουν γεννηθεί μετά το 2010. Τα όποια μέτρα ληφθούν θα πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του ανεξάρτητα από τη μορφή της (συμβίωση με ή χωρίς σύμφωνο, γάμος…) και να στοχεύουν κυρίως στη σημαντική μείωση του (άμεσου και έμμεσου) οικονομικού κόστους του, στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, στην άρση των έμφυλων διακρίσεων τόσο στον δημόσιο όσο και στην ιδιωτικό βίο, στην αύξηση όχι μόνον των ποσοστών απασχόλησης των γενεών αυτών αλλά και των διαθέσιμων μισθών-εισοδημάτων τους, στη ταχύτατη επίλυση του στεγαστικού προβλήματος που αυτές αντιμετωπίζουν στα μεγάλα κυρίως αστικά κέντρα, μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας, στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας και στη μερική προστασία από κινδύνους που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον αυτές οι γενεές.
Μιλώντας δε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρει ότι η δημιουργία ενός περιβάλλοντας που θα ανακόψει την τάση απόκτησης λιγότερων παιδιών και θα επιτρέψει στις νεότερες γενεές να κάνουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν (που είναι αρκετά περισσότερα από τα 1,4 που έχουν όσες γεννηθεί γύρω από το 1985) θα πρέπει να είναι ένας εκ των στόχων ενός «Εθνικού Σχεδίου για το δημογραφικό».
Η σύνταξη του Σχεδίου αυτού προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση τού ότι γονιμότητα, θνησιμότητα και μετανάστευση συνδέονται με αμφίδρομες σχέσεις, επηρεάζονται από πλήθος εξωγενών της δημογραφίας μεταβλητών και ταυτόχρονα, επηρεάζουν και τις μεταβλητές αυτές. Το«Σχέδιο» κατ’ αυτόν, θα πρέπει να θέτει συγκεκριμένους -και όχι γενικούς-στόχους συμβατούς με αυτούς συγγενών πολιτικών, καθώς και τον ορίζοντα επίτευξής τους, αναγκαία προϋπόθεση για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των όποιων μέτρων υλοποιηθούν.
Χρειάζεται επίσης, αναφέρει, να ληφθούν υπόψη και οι σημαντικές αποκλίσεις των δημογραφικών δεικτών από τους μέσους εθνικούς όρους σε περιφερειακό επίπεδο υπενθυμίζοντας ότι αφενός, ο συνδυασμός και συγχρονισμός των μέτρων αυξάνει την αποτελεσματικότητά τους, αφετέρου, οι επιδοματικές πολιτικές έχουν περιορισμένη εμβέλεια αν δεν υπάρχει ένα ευνοϊκότατο για την απόκτηση παιδιών περιβάλλον.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ