«Χαμηλώνει το βουνό» των πληρωμών δημοσίου χρέους που έχει μπροστά της η χώρα, μετά την ανακοίνωση από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Κωστή Χατζηδάκη ότι η κυβέρνηση έκανε πράξη χθες την εξαγγελία του πρωθυπουργού, για πρόωρη αποπληρωμή των πρώτων (διακρατικών) δανείων που έλαβε η χώρα στις αρχές του Μνημονίου.
Μετά την ολική προεξόφληση του ΔΝΤ, ο ΟΔΔΗΧ εισηγήθηκε και έχει θέσει σε εφαρμογή ένα ολόκληρο σχέδιο παρεμβάσεων και «έξυπνων» κινήσεων, που οδηγούν γενικότερα σε αναβαθμίσεις και χαμηλότερα δανειακά βάρη της χώρας. Το 2024 η Ελληνική Δημοκρατία θα έπρεπε να καταβάλει συνολικά 14,658 δισεκατομμύρια ευρώ, για την εξυπηρέτηση των ετήσιων πληρωμών για το δημόσιο χρέος της χώρας. Τα 2,645 δισ. θα αφορούσαν τα ακριβά διμερή δάνεια (υψηλού επιτοκίου) από το 1ο Μνημόνιο.
Προεξοφλώντας όμως από το 2023 ήδη τα 2,645 δισ. ευρώ, οι υποχρεώσεις πληρωμών για χρέη που λήγουν μέσα στο 2024 «χαμηλώνουν» στα 12 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση εξόφλησε ταυτόχρονα και τις δόσεις για το 2025, μειώνοντας από τώρα ισόποσα τις υποχρεώσεις πληρωμών χρέους της χρονιάς εκείνης, επίσης κατά 2,645 δισ. ευρώ, στα 5,5 δισ. αντί 8,138 δισ. ευρώ που θα έβρισκε μπροστά της η χώρα σε δύο χρόνια.
Εκτός από μήνυμα αξιοπιστίας και σταθερότητας προς τις αγορές, η επιλογή του υπουργείου Εθνικής οικονομίας και Οικονομικών να αποπληρώσει πρόωρα τα συγκεκριμένα δάνεια (και όχι άλλα που λήγουν το 2024) βελτιώνει και τη σύνθεση του ελληνικού δημοσίου χρέους, απαλλάσσοντάς το από περισσότερους τόκους, έναντι των άλλων υποχρεώσεων.
Όπως τόνισε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης «η μείωση του χρέους τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε απόλυτα μεγέθη και κατ’ επέκταση ο περιορισμός του κόστους εξυπηρέτησής του, μειώνει αντίστοιχα τις δαπάνες του προϋπολογισμού για τόκους και απελευθερώνει πόρους για την ανάπτυξη».
Ταυτόχρονα, η βελτίωση του προφίλ του ελληνικού χρέους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, σε συνδυασμό με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, οδηγεί σε περαιτέρω βελτίωση των όρων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου από τις διεθνείς αγορές, όπως επεσήμανε ο κ. Χατζηδάκης.
Η εξέλιξη αυτή γίνεται πιο σημαντική, αν συνυπολογιστεί ότι μέχρι το 2070 θα πρέπει να αποπληρωθούν χρέη και τόκοι ύψους 403 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 48,3 δισ. είναι «ενδοκυβερνητικό» χρέος (repos διαθεσίμων κρατικών φορέων) και τα υπόλοιπα 354 δισ. ευρώ (περίπου 165% του σημερινού ΑΕΠ) προς τρίτους -κυρίως στο εξωτερικό.
Από τα χρέη αυτά, μόλις 90 δισ. ευρώ είναι σε ομόλογα (κυρίως στην αγορά εσωτερικού και ελάχιστο μέρος εξωτερικού), καθώς η Ελλάδα απείχε πλήρως επί σχεδόν μια δεκαετία από τις διεθνείς χρηματαγορές.