Σαν επτασφράγιστο μυστικό κρατούσαν τον σχεδιασμό για τη θεσμοθέτηση της επιστολικής ψήφου στις ευρωεκλογές του 2024 τα λιγοστά κυβερνητικά στελέχη – επιτελείς του Κυριάκου Μητσοτάκη – που είχαν γνώση των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων. Στον άξονα Ηρώδου Αττικού και υπουργείου Εσωτερικών υπήρχαν εκτεταμένες συζητήσεις τις τελευταίες εβδομάδες – ένας «γόνιμος προβληματισμός» όπως το έθεσε ο πρωθυπουργός – για το σύστημα με το οποίο θα πραγματοποιηθούν οι ευρωεκλογές τον ερχόμενο Ιούνιο.
Στο τραπέζι είχε μπει η κατάτμηση της σημερινής ενιαίας επικράτειας σε περιφέρειες με το δικό τους αποκλειστικό ψηφοδέλτιο. Τελικά οι προβληματισμοί για το ενδεχόμενο μεταξύ άλλων να υπερισχύσουν κομματικές τοπικές έριδες και διαμάχες γύρω από υποψηφίους που θα διεκδικήσουν μία θέση σε Βρυξέλλες και Στρασβούργο κατά την προεκλογική περίοδο υπερίσχυσαν και οδήγησαν σε απόρριψη της ιδέας. Ο Μητσοτάκης το έθεσε on camera ως εξής: «Η χώρα συνολικά στέλνει τους εκπροσώπους» στο ευρωκοινοβούλιο και γι’ αυτό τα κριτήρια «πρέπει να είναι εθνικά και μακριά από τοπικές φωνές».
Στο τραπέζι είχε μπει η κατάτμηση της σημερινής ενιαίας επικράτειας σε περιφέρειες με το δικό τους αποκλειστικό ψηφοδέλτιο
Στο μεταξύ ήδη από τον Σεπτέμβριο ο Μητσοτάκης είχε απορρίψει την προοπτική της λίστας αντί του σταυρού με αποτέλεσμα να καταλήξει στο μοντέλο σταυροδοσία – μία περιφέρεια – επιστολική ψήφος, όπως επίσημα εξήγγειλε, ανοίγοντας τη χθεσινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η επιστολική ψήφος, κατά τον κυβερνητικό σχεδιασμό, θα είναι υποχρεωτική για τους εκτός επικράτειας εκλογείς και προαιρετική για τους εντός επικράτειας.
Προφανώς και το βλέμμα της κυβέρνησης είναι στραμμένο ταυτόχρονα και στις εθνικές εκλογές του 2027, όσο κι αν ουδείς γαλάζιος επιθυμεί το άνοιγμα τώρα της σχετικής κουβέντας. «Στον χρόνο τους τα επόμενα βήματα. Να αξιολογήσουμε το μέτρο πρώτα τον Ιούνιο και τα υπόλοιπα είναι μια άλλη κουβέντα» λέει κυβερνητικός παράγοντας. Για «πρώτο βήμα» μίλησε ωστόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός «ώστε το νέο αυτό δικαίωμα να ισχύσει και στις επόμενες εθνικές εκλογές».
Με λίγα λόγια η εφαρμογή της επιστολικής ψήφου το ερχόμενο καλοκαίρι λειτουργεί ως επιπλέον καθοριστικό crash test για την κυβέρνηση. Η επέκταση του μέτρου από την ευρωκάλπη στην εθνική κάλπη έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το βασικότερο είναι ότι απαιτεί νέα, ξεχωριστή ρύθμιση, δηλαδή δεν αρκεί ο νόμος που θέλει η κυβέρνηση να ψηφίσει εντός του Ιανουαρίου του 2024.
Η διαφορά είναι η εξής: η αλλαγή νομοθεσίας για τις ευρωεκλογές απαιτεί απλή πλειοψηφία επί των παρόντων (όχι μικρότερη από 120 βουλευτές), με την κυβέρνηση να διαμηνύει πάντως ότι θα επιδιωχθεί να διαμορφωθεί ευρύτατη πλειοψηφία. Για τις εθνικές εκλογές θα χρειαστεί νέα παρέμβαση η οποία θα απαιτεί τουλάχιστον 200 ψήφους προκειμένου να έχει άμεση εφαρμογή στις εκλογές του 2027 ενώ απαιτείται μια συνταγματική ερμηνεία για τους εν Ελλάδι ψηφοφόρους εξού και οι σκέψεις που εκφράζονται ακόμα και για συζήτηση στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης το 2025.
Ρόλο στην απόφαση του Μητσοτάκη να φέρει τώρα στο προσκήνιο την επιστολική ψήφο έπαιξε μεταξύ άλλων και ο φόβος της αποχής στην ευρωκάλπη – σε μια εκλογική αναμέτρηση που παραδοσιακά ευνοεί και τη χαλαρότητα και τη ψήφο διαμαρτυρίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη ο Μητσοτάκης έχει προσδώσει παραταξιακά χαρακτηριστικά στον προεκλογικό αγώνα ενώ ζητεί πλήρη συστράτευση και κινητοποίηση του γαλάζιου μηχανισμού.
Τα δεδομένα των τελευταίων εκλογών μάλιστα, των τοπικών «μαχών» του Οκτωβρίου, δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντικά. Στον β’ γύρο των περιφερειακών εκλογών η συμμετοχή μετά βίας ξεπέρασε το 35% και στις δημοτικές εκλογές το 40%. Τη λέξη «αδράνεια» χρησιμοποίησε ο Μητσοτάκης. «Πιστεύω ότι είναι μία ιστορική τομή» είπε, «η πιο ισχυρή απάντηση την οποία μπορούμε να δώσουμε στην αδράνεια των πολιτών».