Ο Γιάννης Μαρινάτος, πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου και του Νομαρχιακού Τμήματος της ΑΔΕΔΥ Ρεθύμνου, μιλά για την κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης στην περιοχή, τονίζοντας τα προβλήματα παρά τις τελετές εγκαινίων νέων σχολείων και την επίσκεψη της υπουργού Παιδείας, κ. Ζαχαράκη.
Καλεσμένος στο Θέμα Κρήτης 103.1 και στην εκπομπή «Πίσω Σελίδες» με τον Μάριο Διονέλλη, ο κ. Μαρινάτος χαιρετίζει την ίδρυση νέων σχολείων και την ένταξη μονάδων σε προγράμματα όπως το “Μαριέττα Γιαννάκου”, ωστόσο επισημαίνει ότι η Υπουργός Παιδείας, κα. Ζαχαράκη, πρέπει να επικεντρωθεί στην κάλυψη των βασικών αναγκών της εκπαίδευσης.
Ο ίδιος υποστηρίζει πως στο Ρέθυμνο, υπάρχουν 93 κενά στην ειδική αγωγή και 66 κενά στη γενική αγωγή και αυτά τα κενά αφορούν υπεύθυνους τάξεων, με αποτέλεσμα να μην λειτουργούν κανονικά τάξεις και ολοήμερα σχολεία, προκαλώντας απόγνωση στους γονείς. Όπως λέει, ολόκληρα αντικείμενα δεν διδάσκονται σε πολλές περιπτώσεις ενώ η υπόσχεση της υπουργού για κάλυψη όλων των κενών έως την 1η Οκτωβρίου δεν τηρήθηκε, με τις νέες προσλήψεις να αναμένονται τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου.
Παράλληλα αναφέρεται και στα κτιριολογικά προβλήματα:, τονίζοντας πως, ενώ η υπουργός επισκέφθηκε το Ειδικό Δημοτικό, δεν επισκέφθηκε το διπλανό Ειδικό Νηπιαγωγείο Ρεθύμνου, όπου οι μαθητές βρίσκονται σε μία αίθουσα επί πέντε μήνες αναμένοντας τρία κοντέινερ. Επιπλέον υπάρχουν πολλά ετοιμόρροπα σχολικά κτίρια τόσο στην πρωτοβάθμια (π.χ. νηπιαγωγείο Γάλλου) όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (π.χ. ΕΠΑΛ) ενώ το πρόγραμμα χρηματοδότησης θεωρείται ανεπαρκές για τις αναγκαίες επισκευές και ανακατασκευές.
Επίσης θέτει ζητήματα αδιαφάνειας ως προς τα κριτήρια επιλογής σχολικών μονάδων που εντάσσονται σε χρηματοδοτικά προγράμματα, με τους δήμους να μη γνωρίζουν τις προτεραιότητες και τονίζει την ανάγκη για πιο γενναία χρηματοδότηση για την κάλυψη των αναγκών.
Τέλος αναφέρεται στις σχολικές επιτροπές, λέγοντας πως η κατάργησή τους έχει δημιουργήσει δυσλειτουργίες, αναγκάζοντας τους γονείς να στηρίζουν οικονομικά τη λειτουργία των σχολείων (π.χ. για πετρέλαιο θέρμανσης) ενώ κλείνοντας επέκρινε την έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου, συνεργασίας και συναινέσεων από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, τονίζοντας ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτά.