Οι προγραμματισμένες αλλαγές στα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση που είχαν προβλεφθεί να εφαρμοστούν από το 2027 αναστέλλονται προσωρινά. Οι αλλαγές βασίζονταν σε νομοθεσία που συνδέει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής για τα άτομα άνω των 65 ετών.
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη λειτουργεί ως αυτόματος μηχανισμός: όταν το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, αυξάνονται αναλόγως και τα όρια ηλικίας. Αντίστροφα, όταν δεν υπάρχει αύξηση ή υπάρχει μείωση, τότε τα όρια παγώνουν.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Ε.Τ.» της Κυριακής, οι πρώτες ενδείξεις από τις εν εξελίξει μελέτες καταλήγουν ότι δεν έχει σημειωθεί σημαντική αλλαγή στο προσδόκιμο ζωής, επομένως δεν υπάρχει λόγος αναπροσαρμογής των ορίων ηλικίας για το 2027.
Οι σχετικές μετρήσεις πραγματοποιούνται από την ΕΛΣΤΑΤ και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, κατ’ εντολή του Υπουργείου Εργασίας. Ενδεικτικά, το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες άνω των 65 ετών μειώθηκε ελαφρώς από 18,7 έτη το 2013 σε 18,5 έτη το 2023, ενώ στις γυναίκες υπήρξε οριακή αύξηση από 21,6 σε 21,7 έτη.
Ανάλογες τάσεις παρατηρούνται και από τα πρώτα δεδομένα των ετών μετά το 2023, όπως επιβεβαιώνουν τα προκαταρκτικά στοιχεία της Αναλογιστικής Αρχής. Οι μετρήσεις για το προσδόκιμο εξετάζουν τη δεκαετία 2017-2026 για να αποφασιστούν οι αλλαγές που θα ίσχυαν από το 2027.
Προβλέψεις για το μέλλον – Τι αναμένεται το 2030
Αν οι πρώτες ενδείξεις επαληθευτούν και από τις τελικές μελέτες του 2026, τότε δεν θα υπάρξει καμία μεταβολή στα όρια ηλικίας από το 2027 έως το 2030. Ωστόσο, οι προβολές δείχνουν ότι οι αλλαγές ενδέχεται να εφαρμοστούν το 2030, βασισμένες σε νέα δεδομένα για τη δεκαετία 2019-2029.
Μια πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι το προσδόκιμο ζωής στους άνδρες άνω των 65 ετών αυξάνεται από 19 έτη το 2019 στα 20 έως το 2030. Για τις γυναίκες, η πρόβλεψη είναι αύξηση από 21,7 σε 22,9 έτη.
Το νομικό πλαίσιο σύνδεσης συντάξεων – προσδόκιμου
Η σύνδεση μεταξύ των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και του προσδόκιμου ζωής θεσμοθετήθηκε με το Νόμο 3863/2010. Η πρώτη εφαρμογή αυτής της «ρήτρας προσδόκιμου» είχε προβλεφθεί για το 2021, με αναθεώρηση κάθε τρία χρόνια, βάσει της εξέλιξης του προσδόκιμου κατά την τελευταία δεκαετία.
Ωστόσο, οι αλλαγές δεν εφαρμόστηκαν ούτε το 2021 ούτε το 2024. Αυτό οφείλεται αφενός στην επίδραση της πανδημίας, που μείωσε το προσδόκιμο ζωής, και αφετέρου στη λήξη της μεταβατικής περιόδου που επέτρεπε πρόωρη συνταξιοδότηση για τους παλαιούς ασφαλισμένους.
Σύγκλιση παλαιών και νέων ασφαλισμένων
Από το 2022, τα ηλικιακά όρια για συνταξιοδότηση εξισώθηκαν για όλους τους ασφαλισμένους: στα 62 έτη με 40 έτη ασφάλισης ή στα 67 ανεξαρτήτως ετών. Έτσι, κρίθηκε πως δεν χρειάζεται άλλη παρέμβαση πριν το 2027.
Εκείνη τη χρονιά, όπως δείχνουν οι ενδείξεις, οι αλλαγές δεν θα εφαρμοστούν. Νέα αξιολόγηση αναμένεται στα τέλη του 2029, και αν υπάρξει αύξηση στο προσδόκιμο, τότε θα εφαρμοστούν νέες αλλαγές από 1/1/2030. Η ίδια διαδικασία θα επαναλαμβάνεται ανά τριετία (2033, 2036 κ.ο.κ.).
Παρά το υπάρχον πλαίσιο, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται στις χώρες με τα χαμηλότερα πραγματικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Με βάση μελέτη του ΟΟΣΑ, οι γυναίκες συνταξιοδοτούνται στα 59,7 έτη και οι άνδρες στα 63,2 έτη κατά μέσο όρο.
Το «πάγωμα» των αλλαγών έως το 2030 ευνοεί κυρίως τους ασφαλισμένους που σήμερα είναι 57-58 ετών. Αυτοί θα έχουν συμπληρώσει τα 62 έτη και, εφόσον έχουν 40 έτη ασφάλισης, θα έχουν θεμελιώσει πλήρες δικαίωμα συνταξιοδότησης.
Το ίδιο ισχύει για τη μειωμένη σύνταξη, την οποία μπορούν να λάβουν στα 62 με τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης και ενεργή εργασία την τελευταία πενταετία. Εκτός οποιασδήποτε αλλαγής μένουν και όσοι έχουν ήδη θεμελιωμένο δικαίωμα (είτε για πλήρη είτε για μειωμένη σύνταξη), ανεξαρτήτως εάν εφαρμοζόταν η αναπροσαρμογή το 2027.
Εξαιρέσεις από τις μελλοντικές αλλαγές ισχύουν και για ειδικές κατηγορίες ασφαλισμένων: γονείς με ανάπηρα μέλη, εργαζόμενοι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, και ενδεχομένως ένστολοι, για τους οποίους ισχύει ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Οι «χαμένοι» των επόμενων αυξήσεων – Τι ισχύει για 50άρηδες και 55άρηδες
Οι περισσότερο εκτεθειμένοι σε μελλοντικές αυξήσεις είναι οι ασφαλισμένοι ηλικίας 50 έως 55 ετών σήμερα. Καθώς δεν θα έχουν συμπληρώσει το 62ο έτος έως το 2030, κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με μία ή και δύο αυξήσεις των ορίων ηλικίας.
Στο χειρότερο σενάριο, η πλήρης σύνταξη ενδέχεται να απαιτεί ηλικία 68-69 ετών ή τουλάχιστον 64 έτη με 40 χρόνια ασφάλισης, ανάλογα με την εξέλιξη των δεικτών. Αν και το ζήτημα των αυξήσεων στα όρια ηλικίας απομακρύνεται προσωρινά, ο μεγαλύτερος μακροπρόθεσμος κίνδυνος για το ασφαλιστικό είναι το δημογραφικό πρόβλημα.
Τα τελευταία στοιχεία από Eurostat, ΟΟΣΑ και ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι ο δείκτης εξάρτησης (αναλογία ηλικιωμένων προς εργαζόμενους) αυξήθηκε σε 175,5 το 2023 από 170,6 το 2022. Δηλαδή, για κάθε 1.000 εργαζόμενους ηλικίας 15-64 αντιστοιχούν 1.755 άτομα άνω των 65 ετών.
Ο δείκτης γεννήσεων υποχώρησε σε 1,3 παιδιά ανά γυναίκα από 3,3 παιδιά που ήταν το 1960 και 2,1 παιδιά που θεωρείται το ελάχιστο όριο αντικατάστασης του πληθυσμού διεθνώς. Λόγω της υπογεννητικότητας, θα επιδεινωθεί περαιτέρω η αναλογία εργαζομένων – συνταξιούχων στο 1,23 προς 1 έως το 2050 από 1,65 προς 1 που είναι σήμερα, όταν η υγιής αναλογία για το ασφαλιστικό είναι 4 εργαζόμενοι προς 1 συνταξιούχο. Στο διάστημα 2030-2050 οι συνταξιοδοτικές δαπάνες θα αυξηθούν από 12,7% του ΑΕΠ σε 14,0% του ΑΕΠ, κυρίως, λόγω του αυξανόμενου αριθμού συνταξιούχων.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας θα συνεχίσει να μειώνεται και από 10,438 εκατομμύρια το 2022 θα υποχωρήσει σε 7,777 εκατομμύρια το 2070.