Πώς μεταφράζεται η σύμπνοια Οικουμενικού Πατριάρχη και Πάπα στην προοπτική κοινού εορτασμού – Η εαρινή ισημερία, το ιστορικό λάθος των αστρονόμων και η απόφαση του Πάπα τον 16ο αιώνα που οδήγησε τα δύο δόγματα σε χωριστούς εορτασμούς.
Κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο συνιστά «σκάνδαλο» ο χωριστός εορτασμός του Πάσχα από Ορθόδοξους και Καθολικούς. Απολύτως εναρμονισμένος και στον ίδιο τόνο, ο Πάπας Φραγκίσκος διακηρύσσει ότι «το Πάσχα ανήκει στον Χριστό, όχι στα ημερολόγια ημών των θνητών».
Αυτομάτως, όταν ανάμεσα στις κεφαλές των δύο κοσμικών κλάδων του χριστιανισμού, της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, διαπιστώνεται τέτοια σύμπνοια, το ελάχιστο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει είναι ότι ο δρόμος προς την καθιέρωση κοινού πασχαλινού εορτασμού έχει ανοίξει. Και μάλιστα με την προοπτική ότι η ενιαία εορτή του Πάσχα θα ισχύει εις το διηνεκές, όχι μόνο για το 2025, όταν θα υπάρξει ούτως ή άλλως ημερολογιακή σύμπτωση του Πάσχα των Ορθοδόξων με το Πάσχα των Καθολικών (και γενικώς των Δυτικών, συμπεριλαμβανομένων των Προτεσταντών κ.λπ.).
Οι αντιδράσεις
Επί του παρόντος, το ενδεχόμενο να καταργηθεί ο διπλός εορτασμός ανά τη χριστιανοσύνη έχει τη μορφή μιας ευχής, ενός ευσεβούς πόθου, όπως διατυπώνεται εκατέρωθεν και επανειλημμένως από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Πάπα. Παρ’ όλα αυτά, οι αρνητικές αντιδράσεις έχουν ήδη εκδηλωθεί με ποικίλη ένταση και από διάφορες πλευρές: κύκλοι του Ρωσικού Πατριαρχείου και όσοι συντάσσονται με τις θέσεις που υιοθετεί, είτε από τις τάξεις του Κλήρου είτε από πολιτικούς και υποστηρικτές παρατάξεων στο φάσμα της υπερ-συντηρητικής ή και της Ακρας Δεξιάς, εναντιώνονται κατ’ αρχήν σε κάθε απόπειρα σύγκλισης των υποτιθέμενων «αγνών ορθοδόξων» με τους «σχισματικούς», τους «αιρετικούς» κ.ο.κ., όπως χαρακτηρίζονται συλλήβδην οι Καθολικοί. Η παραδοσιακή μισαλλοδοξία, εξ αφορμής της περί το Πάσχα συζήτησης, βρίσκει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ενδυθεί τον θρησκευτικό μανδύα.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, η εκπεφρασμένη πρόθεση που μοιράζεται η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τον Προκαθήμενο του Βατικανού Φραγκίσκο για τον μόνιμο κοινό εορτασμό του Πάσχα και την εν Χριστώ συναδέλφωση εκατομμυρίων πιστών αναδεικνύεται σε ζήτημα που δεν αφορά μόνο λειτουργικά ή δογματικά ζητήματα.
Το κοινό Πάσχα συνδέεται ακόμη και με την εν εξελίξει γεωπολιτική αναταραχή, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας. Αλλά και υπό το πρίσμα της συγκρότησης ενός ενιαίου χριστιανικού μετώπου απέναντι στην επικίνδυνη ριζοσπαστικοποίηση μερίδας ισλαμιστών, η μακραίωνη απροθυμία των δύο Εκκλησιών να συνεννοηθούν, έστω στην ημερομηνία που τιμούν την Εβδομάδα των Παθών, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου, εκπέμπει οτιδήποτε άλλο εκτός από μήνυμα ενότητας. Κι αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία σε μια περίοδο εκτός ορίων έκρηξης του θρησκευτικού φανατισμού στη Μέση Ανατολή, με την ανταλλαγή πολύνεκρων πληγμάτων μεταξύ Ισραήλ και σιιτικών μουσουλμανικών οργανώσεων, όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, με την υποστήριξη από το θεοκρατικό καθεστώς των αγιατολάχ στο Ιράν.
Η διατύπωση της ευχής να καθιερωθεί κοινός εορτασμός του Πάσχα Ορθοδόξων – Καθολικών συνδυάζεται με μια κοσμοϊστορική επέτειο για τον χριστιανισμό: τη συμπλήρωση 1.700 χρόνων από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, γεγονός που, εκτός απροόπτου, θα σφραγιστεί από μια πανηγυρική συνάντηση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τον Πάπα Φραγκίσκο στη Νίκαια της Βιθυνίας, στον ίδιο ακριβώς τόπο όπου συνήλθε η Σύνοδος το 325 μ.Χ. Στο σημερινό Ιζνίκ της βορειοδυτικής Τουρκίας, στην επαρχία της Προύσας, οι επικεφαλής των δύο Εκκλησιών προβλέπεται να επισφραγίσουν τα σχέδιά τους για την εφεξής συμπόρευση, τιμώντας κατ’ αυτό τον τρόπο εμπράκτως την καθοριστική σημασία όσων είχαν αποφασιστεί στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Την οποία είχε συγκαλέσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που ασπάστηκε τη χριστιανική πίστη.
Ο στόχος του ήταν να προστατεύσει τον χριστιανισμό από την αίρεση του αρειανισμού, να συνταχθεί το Σύμβολο της Πίστης (το «Πιστεύω») και, μεταξύ άλλων, να οριστεί ένας κανόνας υπολογισμού για το πότε θα εορτάζεται το Πάσχα. «Εν τω πνεύματι τούτω, εκφράζεται ομοθυμαδόν η ευχή», σημειώνεται χαρακτηριστικά σε πρόσφατο ανακοινωθέν της Ιεράς Συνάξεως της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, «ο κοινός εορτασμός του Πάσχα κατά το επόμενον έτος υπό της Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης να μη αποτελέση μίαν ευτυχή απλώς σύμπτωσιν, αλλά την απαρχήν της καθιερώσεως κοινής ημερομηνίας διά τον εορτασμόν του κατ’ έτος, συμφώνως προς το Πασχάλιον της καθ’ ημάς Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Συμφωνία κορυφής
Υπερθεματίζοντας, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος τονίζει από την πλευρά του ότι «είμαστε αισιόδοξοι, καθώς εκατέρωθεν υπάρχει η προς τούτο καλή θέλησις και προθυμία. Διότι, πράγματι, αποτελεί σκάνδαλον ο χωριστός εορτασμός του μοναδικού γεγονότος της μίας Αναστάσεως του Ενός Κυρίου!». Ενώ ο Πάπας, διακηρύσσοντας την υποστήριξή του στην ιδέα του κοινού εορτασμού, σε κάποια από τις τακτικές αναφορές του στο ζήτημα έχει αναφωνήσει «τι υπέροχο που θα ήταν αν η επέτειος της Α’ Οικουμενικής Συνόδου γινόταν η συγκεκριμένη αρχή μιας μόνιμης κοινής γιορτής του Πάσχα».
Ο Πάπας Φραγκίσκος, σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα «Avvenire» τον προηγούμενο Μάιο, είχε αναπτύξει την άποψη ότι «στις 5 Μαΐου του 2024 οι Ορθόδοξες Εκκλησίες γιορτάζουν το Πάσχα, πάνω από έναν μήνα αργότερα από τους Δυτικούς. Προφανώς είναι ζήτημα ημερολογιακών υπολογισμών, ακόμη και αν στο παρασκήνιο υπάρχει ακόμη ζωντανό το όνειρο του κοινού εορτασμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει καταστήσει πρακτικά ακόμη πιο δύσκολο τον διάλογο, αλλά όσοι πρεσβεύουμε την ενωτική τάση δεν πτοούμαστε, παρ’ όλον ότι οι πιο σκληροπυρηνικοί ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους και προετοιμάζονται για έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων».
Με δηλώσεις τέτοιου είδους ο Πάπας διαλέγει ξεκάθαρα «στρατόπεδο», εφόσον η συμμαχία του με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο συνεπάγεται αυτομάτως την αντίθεσή του με τον Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών, Κύριλλο. Ο οποίος έχει συγκρουστεί μετωπικά με τον Βαρθολομαίο εξαιτίας της Ουκρανίας, στο πλαίσιο μιας ανελέητης κόντρας η οποία κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 2018, όταν ο Βαρθολομαίος προέβη στην αναγνώριση καθεστώτος αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Ο Κύριλλος εξέλαβε τη συγκεκριμένη ενέργεια σαν ασυγχώρητη προσβολή και, εν τέλει, casus (ιερού) belli. Ακολούθως διέκοψε εντελώς την κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκαλώντας το λεγόμενο «ορθόδοξο σχίσμα». Ως εκ τούτου, τα σχέδια για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα με τους Ρωμαιοκαθολικούς θεωρούνται σαν μία ακόμη πρόκληση εκ μέρους του Βαρθολομαίου, ακόμη ένα πλήγμα στις ήδη ανεπανόρθωτα διαρραγείσες σχέσεις του με τον Κύριλλο.
Πέραν αυτών των ενδοεκκλησιαστικών, σε ό,τι αφορά τη θέση της ελληνικής πολιτείας περί του ζητήματος εύγλωττη αφ’ εαυτής ήταν η επίσκεψη του Κυριάκου Πιερρακάκη στο Βατικανό στις 8 Μαΐου 2024, η πρώτη για Ελληνα υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων που έγινε ποτέ στην παπική έδρα. Συνοδευόμενος από τον Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Αθηνών Θεόδωρο Κοντίδη και τον Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων Γεώργιο Καλαντζή, ο κ. Πιερρακάκης, κατά τη συζήτησή του με τον Ποντίφικα επιβεβαίωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει ένθερμα την ιδέα να καταργηθεί ο διττός εορτασμός του Πάσχα για τους Ορθόδοξους και τους Καθολικούς.
Η ιστορία ενός διχασμού
Η απαρχή της ημερολογιακής διαφοροποίησης μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού σε ό,τι αφορά τον εορτασμό του Πάσχα, όπως και ολόκληρη η ιστορία του χριστιανισμού, θα πρέπει να αναζητηθεί στις ιουδαϊκές ρίζες του. Οι Εβραίοι χώριζαν το έτος αναλόγως των φάσεων της Σελήνης, οπότε το δικό τους Πάσχα, δηλαδή η διάσχιση της Ερυθράς Θάλασσας (το «πεσάχ», από το οποίο προέκυψε, σαν παραφθορά, η λέξη «Πάσχα») χάρη στην οποία, ως εκ θαύματος, ο λαός του Ισραήλ σώθηκε από τον στρατό των Αιγυπτίων, εορταζόταν τη 14η ημέρα του μηνός Νισάν. Εκείνη ήταν η ημέρα της πρώτης εαρινής πανσελήνου, αμέσως μετά την εαρινή ισημερία. Ακολούθως, περνώντας στα γεγονότα που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη και με δεδομένο ότι ο Ιησούς Χριστός ανέστη την επαύριον του εβραϊκού Πεσάχ-Πάσχα, η συγκεκριμένη ημερομηνία υιοθετήθηκε και από τους χριστιανούς.
Παρ’ όλα αυτά, ο κανόνας υπολογισμού της μεγαλύτερης κινητής εορτής στο χριστιανικό ημερολόγιο δεν τηρήθηκε από όλες τις κατά τόπους κοινότητες πιστών. Προϊόντος του χρόνου, η κατάσταση είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε χάος, κάτι που προβλημάτισε έντονα τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο οποίος και αποφάσισε να βάλει οριστικά τάξη στα λατρευτικά ορόσημα της χριστιανοσύνης. Και αυτό ακριβώς επιχειρήθηκε με τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όπως προαναφέρθηκε, το 325 μ.Χ. Τότε, σε μια εποχή όπου ίσχυε η κατά Ιούλιο Καίσαρα εκδοχή του ημερολογίου ή αλλιώς το «Ιουλιανό», αποφασίστηκε ότι το Πάσχα θα εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης. Και εάν τύχαινε το φεγγάρι να γέμιζε Κυριακή, το Πάσχα θα μετατίθετο κατά μία εβδομάδα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το χριστιανικό διαχωρίστηκε από το εβραϊκό και πλέον την ευθύνη για τον ακριβή προσδιορισμό της εορτής ανέλαβαν οι Αλεξανδρινοί αστρονόμοι. Δυστυχώς όμως, παρά τις εκπληκτικές ικανότητές τους, ακόμη και οι λαμπροί επιστήμονες της εποχής δεν απέφυγαν τα σφάλματα, με αποτέλεσμα να υπάρξει μια πολύ μεγάλη απόκλιση, της τάξης ολόκληρων εβδομάδων, στον υπολογισμό της εαρινής ισημερίας καθώς περνούσαν οι αιώνες. Εν τω μεταξύ, ήδη από το 1054 είχε συντελεστεί το σχίσμα της Χριστιανικής Εκκλησίας και πλέον τον Μεσαίωνα, εν έτει 1582, όταν ο τότε Πάπας Γρηγόριος ο 13ος αποφάσισε να διορθώσει για μία ακόμη φορά τα λάθη των Αλεξανδρινών με μια νέα ημερολογιακή μεταρρύθμιση, το Πάσχα έγινε και πάλι το κεντρικό σημείο αναφοράς.
Με το «Γρηγοριανό» ημερολόγιο, η 5/10/1582 αναβαπτίστηκε σε 15/10/1582. Οπως ήταν αυτονόητο, όλες οι χώρες της Δύσης όπου ο Ρωμαιοκαθολικισμός ήταν το κυρίαρχο θρήσκευμα, προσαρμόστηκαν αμέσως. Κάτι που αρνήθηκαν σθεναρά να κάνουν, επίσης όπως ήταν αυτονόητο, οι ορθόδοξες κοινότητες, όπως η ελληνική – έστω και υπό τον τουρκικό ζυγό. Ο πάγος ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες έσπασε όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α’ και ο Πάπας της Ρώμης Παύλος ΣΤ’ συναντώνται, για πρώτη φορά από το Μέγα Σχίσμα του 1054, στις 9.30 το βράδυ της 5/1/1964, στο Ορος των Ελαιών στα Ιεροσόλυμα. Η ιστορική συνάντηση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών έθεσε τον θεμέλιο λίθο για την Aρση των Αναθεμάτων που διαίρεσαν την Εκκλησία, και άνοιξε τον δρόμο για τη διεξαγωγή διαλόγου μεταξύ Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η εαρινή ισημερία
Ακόμη και όταν υιοθετήθηκε επισήμως το Γρηγοριανό ημερολόγιο, τον Φεβρουάριο του 1923, ο προσδιορισμός του Πάσχα εξαιρέθηκε, παραμένοντας συνδεδεμένος με το Ιουλιανό ημερολόγιο, συν κάποια συμπαρομαρτούντα σφάλματα των αρχαίων αστρονόμων. Πάντως, αυτό που ισχύει γενικά είναι ότι η εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο αντιστοιχεί με την 3η Απριλίου κατά το Γρηγοριανό. Αυτό συνεπάγεται πως εάν η πανσέληνος προκύψει πριν από τις 3 Απριλίου, οι Ορθόδοξοι είναι αναγκασμένοι να αναμείνουν την επόμενη πανσέληνο. Τότε όμως το διάστημα ανάμεσα στα δύο Πάσχα ανέρχεται σε έναν ολόκληρο μήνα, όπως συνέβη το 2021.
Το Πάσχα των Ορθοδόξων εορτάζεται ενίοτε την Κυριακή μετά τη δεύτερη αντί για την πρώτη εαρινή πανσέληνο, στοιχείο που επιτείνει την περιπλοκότητα της όλης υπόθεσης, ενώ κάνει το ενδεχόμενο της σύμπτωσης με το Πάσχα των Καθολικών να μοιάζει με ένα αξιοθαύμαστο, παράδοξο, αλλά και εντελώς τυχαίο γεγονός. Υπ’ αυτή την έννοια, μια κοινή απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πάπα για τον εφεξής ενιαίο και σταθερό εορτασμό του Πάσχα, πέρα από δογματικές διαφωνίες και ιστορικές διχόνοιες, θα ισοδυναμούσε με οριστική λύση ενός μάταιου γόρδιου δεσμού.
Πηγή: protothema.gr