Οι συζητήσεις για τις νέες μειώσεις φόρων που θα ακολουθήσουν τα επόμενα έτη έχουν ήδη ξεκινήσει. Κυβέρνηση και οικονομικό επιτελείο επεξεργάζονται όλα τα σενάρια για τις αλλαγές που θα επέλθουν με στόχο την τόνωση των εισοδημάτων, καθώς η ακρίβεια έχει σχεδόν εξαφανίσει τις αυξήσεις, αλλά και την περαιτέρω ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Παρά λοιπόν τις συστάσεις του ΟΟΣΑ για αυξήσεις ΦΠΑ, ειδικών φόρων κατανάλωσης και κατάργηση-περιορισμό φοροαπαλλαγών, η κυβέρνηση κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, καθώς έχει διαπιστώσει ότι οι μειώσεις φόρων από τη μια αυξάνουν τα δημόσια έσοδα, από την άλλη περιορίζουν τη φοροδιαφυγή.
Ήδη τα αποτελέσματα από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής είναι ορατά και ανέρχονται σε 1,8 δισ. ευρώ, με στόχο τα επόμενα δύο έτη να ξεπεράσουν τα 2,5 δισ. ευρώ.
Από το Yπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών υποστηρίζουν ότι το κενό ΦΠΑ θα μειωθεί ακόμα περισσότερο, καθώς από τον Ιανουάριο του 2025 θα είναι πλήρως κλειδωμένες οι δηλώσεις ΦΠΑ τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και των εξόδων. Επίσης, εκτιμούν ότι οι απώλειες ΦΠΑ θα περιορισθούν στο 9% (θεωρητικά προσδοκώμενα έσοδα υπό πλήρη συμμόρφωση) έως το 2026 και ότι θα προκύψουν επιπλέον έσοδα τουλάχιστον, τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν νέες ελαφρύνσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη στήριξη της μεσαίας τάξης. Της τάξης η οποία είχε ξεχαστεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και τη σημερινή, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να πληρώνει ιδιαίτερα υψηλούς φόρους.
Σημειώνεται ότι το 2019, λίγο πριν από την έξοδο από τα μνημόνια, η κυβέρνηση εστίασε σε όσους δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα μεταξύ των οποίων και οι επαγγελματίες. Για τους μισθωτούς της μεσαίας τάξης οι μειώσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Συγκεκριμένα, για όσους δηλώνουν εισοδήματα ύψους 20.000 ευρώ, οι ελαφρύνσεις ήταν και παραμένουν 17 ευρώ ετησίως ή διαφορετικά 1,4 ευρώ τον μήνα. Ουσιαστικά, αυτοί που πλήρωναν και στήριζαν τον προϋπολογισμό κλήθηκαν το 2019 να το ξανακάνουν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα.
Στις προθέσεις της κυβέρνησης αυτή τη φορά είναι να υπάρξει μια πιο γενναία ελάφρυνση για τις ομάδες αυτές, αλλά και των χαμηλότερων, οι οποίοι βλέπουν μεγάλο μέρος των αυξήσεων να πηγαίνουν σε φόρους. Παρά, δηλαδή, το γεγονός ότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι είδαν αύξηση του ονομαστικού τους μισθού, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημά τους μειώθηκε, καθώς επιβαρύνθηκαν με υψηλότερους φόρους, λόγω μη αναπροσαρμογής των φορολογικών κλιμακίων.
Αλλαγές όμως αναμένονται και για τα υψηλότερα εισοδήματα. Η κυβέρνηση εφαρμόζει συντελεστή 44% για κάθε ευρώ πάνω από τις 40.000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά αφαιρεί οποιοδήποτε κίνητρο σε όποιον θέλει να εργασθεί περισσότερο και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. Είναι εξαιρετικά πιθανόν ο ανώτατος συντελεστής να εφαρμόζεται για εισοδήματα μεγαλύτερα των 50.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επτά φορολογικά κλιμάκια, με το έβδομο (ανώτατο) κλιμάκιο να φορολογεί κάθε επιπλέον δολάριο εισοδήματος πάνω από τα 609.350 με συντελεστή 37% το 2024.
Έτσι λοιπόν έχουν αρχίσει τα σενάρια για τη φοροελάφρυνση των εισοδημάτων από 18.000 μέχρι 50.000 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται τα εξής:
– Μείωση του συντελεστή στο κλιμάκιο από 10.001 έως 20.000 ευρώ, ο οποίος ανέρχεται σήμερα στο 22%.
– Επανασχεδιασμό της φορολογικής κλίμακας με προσθήκη νέων ενδιάμεσων φορολογικών συντελεστών, που θα στοχεύουν στην ελάφρυνση των φορολογουμένων με εισοδήματα μεταξύ 30.000 και 50.000 ευρώ.
– Αύξηση του εισοδήματος πάνω από το οποίο θα εφαρμόζεται ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής. Σήμερα ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής 44% επιβάλλεται στο τμήμα του εισοδήματος που υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ.
Στο επίκεντρο θα βρεθούν και τα τεκμήρια διαβίωσης με στόχο να περιοριστούν κατά 30% από το 2026. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότεροι φορολογούμενοι που εγκλωβίζονται στην παγίδα των τεκμηρίων διαβίωσης είναι μισθωτοί και συνταξιούχοι με χαμηλά εισοδήματα που καλούνται να πληρώσουν έξτρα φόρο σε σχέση με τα πραγματικά τους εισοδήματα με βάση τα τεκμήρια για κατοικίες, αυτοκίνητα κ.λπ.
– Αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των τεκμηρίων διαβίωσης για κατοικίες, Ι.Χ. αυτοκίνητα και σκάφη αναψυχής.
– Τροποποιήσεις στις διατάξεις για τα ελάχιστα ποσά τεκμηρίων διαβίωσης των 3.000 ευρώ για τους αγάμους και των 5.000 ευρώ για τους εγγάμους ή τους συνάψαντες σύμφωνα συμβίωσης.
– Εξάλειψη στρεβλώσεων και αδικιών που προκαλεί ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης.
Το περυσινό έτος στην παγίδα των τεκμηρίων πιάστηκαν 1,4 εκατ. φορολογούμενοι, με την ΑΑΔΕ να τους προσθέτει επιπλέον εισόδημα 5,2 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία επιβαρύνθηκαν με πρόσθετο εισόδημα ύψους:
– 1,5 δισ. ευρώ οι εισοδηματίες,
– 1,34 δισ. ευρώ οι μισθωτοί,
– 1,15 δισ. ευρώ οι συνταξιούχοι,
– 877,6 εκατ. ευρώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες,
– 278,8 εκατ. ευρώ οι αγρότες.
Σημειώνεται ότι η ιστορία των τεκμηρίων έχει παρελθόν και εντοπίζεται αρκετές δεκαετίες πίσω. Εμφανίστηκαν το 1977 (εφαρμόστηκαν το 1978) εξαιτίας της αδυναμίας τους κράτους να δημιουργήσει φορολογική συνείδηση και να περιορίσει ταυτόχρονα τη φοροδιαφυγή. Ωστόσο, για πρώτη φορά συναντάμε τα τεκμήρια το 1955 στην ελληνική φορολογική νομοθεσία.
Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης το 1955 καθιέρωσε την αρχή ότι πρέπει να φορολογούνται τα πραγματικά εισοδήματα και όχι με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι αυτά μπορούν να εφαρμοστούν μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις που ο τρόπος διαβίωσης του φορολογούμενου είναι τέτοιος ώστε να μαρτυρεί την ύπαρξη αφανούς πηγής εισοδήματος.
Πηγή: capital.gr