Επιφυλακτική εμφανίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, αναφορικά με το κατά πόσο μπορεί να είναι διατηρήσιμο το σημερινό “ράλι” των τιμών πώλησης κατοικιών, που έχει φέρει τις αξίες σε επίπεδο εφάμιλλο του προηγούμενο ιστορικού υψηλού της εγχώριας αγοράς κατοικίας.
Όπως τονίζεται στην έκθεση της ΤτΕ για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που δημοσιεύτηκε εντός της εβδομάδας, “οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα απέχουν ελάχιστα πλέον από το ιστορικό υψηλό. Ειδικότερα, με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το γ΄ τρίμηνο 2008 (102,2) και στη συνέχεια ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία, μέχρι το γ΄ τρίμηνο 2017 (58,9). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 99,7 το β΄ τρίμηνο 2024, 2,5 μονάδες χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει”. Η αύξηση που έχει σημειωθεί προσεγγίζει πλέον το 70% πανελλαδικά.
Ωστόσο, στην Αττική, όπου εντοπίζεται και το μεγαλύτερο ζήτημα, ήδη ο δείκτης τιμών έχει ξεπεράσει το προηγούμενο ιστορικό υψηλό, καθώς το β’ τρίμηνο βρέθηκε στο 105,4, από 101,4 που ήταν το δεύτερο τρίμηνο του 2008. Η αύξηση που έχει μεσολαβήσει από το 2017 μέχρι σήμερα, ανέρχεται σε σχεδόν 90%. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και οι μισθοί δεν έχουν ακολουθήσει την ίδια πορεία στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε η κα. Βασιλική Βλαχοστεργίου, αναπληρωτής επικεφαλής του τομέα ανάλυσης αγοράς ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), στο πρόσφατο συνέδριο Prodexpo, “από το 2008 μέχρι σήμερα, το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί κατά 20%, εξέλιξη ασφαλώς που δυσχεραίνει την απόκτηση κατοικίας”. Υπενθυμίζεται ότι κατά το δεύτερο τρίμηνο, οι τιμές πώλησης κατοικιών στην Αττική αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 9,1%, στη Θεσσαλονίκη κατά 12,1% και στις άλλες μεγάλες πόλεις κατά 7,3%. Πανελλαδικά, η αύξηση διαμορφώθηκε σε 9,2% σε ετήσια βάση, ενώ τα νεόδμητα διαμερίσματα αυξήθηκαν κατά 10,7% και τα παλιότερα κατά 8,3%.
Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση της ΤτΕ επισημαίνει ότι όσο η αγοραστική ζήτηση από το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή, βραχυπρόθεσμα, οι τιμές θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία. Ωστόσο, τονίζεται και ότι “οι συνθήκες αυξημένου κόστους κατασκευής και υψηλών επιτοκίων επηρεάζουν αρνητικά το περιθώριο επενδυτικού κέρδους, γεγονός που ενδέχεται σταδιακά να επηρεάσει και τις τιμές της εγχώριας αγοράς, η οποία τα τελευταία έτη τροφοδοτείται σημαντικά από τις ξένες επενδύσεις. Παράλληλα έχει οξυνθεί το πρόβλημα του κόστους στέγασης κατά τα τελευταία έτη, ως απόρροια της εκτεταμένης επενδυτικής εκμετάλλευσης της κατοικίας, της απόσυρσης από την αγορά ακινήτων που εξασφαλίζουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προορίζονται για πλειστηριασμό καθώς και της υποτονικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό κλάδο για μακρά χρονική περίοδο, η οποία δεν έχει επιτρέψει την ομαλή αναπλήρωση του αποθέματος ακινήτων”.
Μάλιστα, το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα ακίνητα που αγοράζονται σήμερα, να είναι κατά μέσο όρο και πιο ακριβά και μεγαλύτερης ηλικίας, συγκριτικά με εκείνα που αγοράζονταν το 2008, ειδικά στην Αττική. Συγκεκριμένα, το 2008 η μέση ηλικία των κατοικιών που αγοράζονταν ήταν 20-30 ετών, ενώ σήμερα, ενώ το κόστος αγοράς είναι αντίστοιχο ή και μεγαλύτερο, η μέση ηλικία των κατοικιών που αποτελούν αντικείμενο εξαγοράς είναι ηλικίας 40 ετών, κάτι που αποδίδεται ασφαλώς στην έλλειψη νέων κατασκευών καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου της οικονομικής κρίσης.